Κάθε βράδυ έχω αυτή τη δύσκολη ώρα. Κάποιος διάβολος με κυνηγάει και ζητάει να φάει. Στάσου δίπλα μου, Θε μου. Μίλα του. Εξήγησέ του. Πες του πως...
είμαι ένας απλός άνθρωπος
πεινάω
Δεν ψάχνω στα σύννεφα
τα σάλια μου τρέχουν
Δεν έχω τίποτα, τίποτα πια.
Ένας σκυφτός άνθρωπος είμαι. Που θέλει μόνο να ζει νωχελικά.
---------------------
Πέφτει το βράδυ. Θε μου, τι θα φάω;
Πετεινός αισθάνομαι που βιάζεται για την αυγή.
Κουκουβάγια που βιάζεται για τη νύχτα.
Άνθρωπος
που μαγείρεψε
και που έστρωσε το τραπέζι.
Μέσα στη νύχτα που πέφτει
φωνές σιωπούνε, άλλες ξεπηδούνε μέσα απ’ τα χόρτα
και μέσα απ’ τα σωθικά μου
σαν κραυγή από σφαχτάρι
ένας ματωμένος λαιμός, θρηνεί.
-----------------------
Τι ώρα έφαγα; Στις 2:00;
κι είναι τώρα 6:00.
Μα στο στομάχι μου
διαφορετικό ρολόι τρέχει
μεσ’ από των πλανητών τους γύρους
μεσ’ από των αλητών τις ευχέςˑ
είν’ ένα ρολόι που βασίζεται στην πείνα
μία προσευχή που βασίζεται στο θυμό
μια μέρα που αρχίζει με το συσσίτιο
και σταματά
με ένα πεινασμένο σκυλί που σ’ ένα κόκκαλο τρέχει.
Μέσα στης πείνας το παραλήρημα
μες στης ανάγκης το παράπονο
πολλά ζητιάνικα χέρια σηκώνονται προς τα πάνω
και ζητιάνικα σώματα σωριάζονται βουβά.
Ένα σκυλί μένει κι ένα κόκκαλο
ένας μοναχικός διαβάτης
ένας ήλιος που τρέχει
καθώς η ώρα περνά.
-----------------------------
Αν κάθε άνθρωπος ζει πολλές ζωές
στην προηγούμενη ένας ασκητής θα ’μουνα
ένα ψοφίμι
ένα άνυδρο δέντρο.
Από πείνα σε πείνα τρέχει η ψυχή μου
από κρύο σε δίψα
και το σώμα μου την ακολουθεί.
----------------------------
Οι πολιτισμένοι άνθρωποι γελάνε
με τη σκέψη πως ο Μωάμεθ μιλάει για βουνά από ρύζι
μα κάθε πιάτο τους ξεχειλίζει.
-------------------------
Μία συνεχής συνείδηση είναι η πείνα
ένα συνεχές παράπονο
και η δίψα
η λυπητερή της σκιά.
------------------------
Κοντά κοιτά ο άνθρωπος που πεινά
ως όπου φτάνει το χέρι του
και τα δάχτυλά του
παίζουνε νευρικά.
-------------------------
Δύο δάκρυα συντροφεύουν
ετούτον που πεινά
και καθρεφτίζουνε
την τιμιότητα πίσω απ’ τα μάτια του.
Δύο δάκρυα συντροφεύουνε
όποιον διψά
και όποιον νυστάζει
αναστενάγματα κρυφά.
Το ένα δάκρυ το φεγγάρι
το άλλο ένα άστρο, ο αυγερινός,
και το βουερό, το κρυφό αναστέναγμα
ο ήλιος που έχει χαθεί πια, που είναι μακριά.
Από δάκρυ σε δάκρυ
λέει ένα παραμύθι ο ουρανός
από τη γιαγιά στο τζάκι
στα κουρασμένα της παιδιά.
Ξημέρωσε κι ο ήλιος φέγγει
πέρασε η κούραση, η νύστα ξυπνά
κι η πείνα ακολουθεί τη δίψα
σε μιαν καρδιά που μόνη της παραμιλά.
Έπεσε πάλι η νύχτα
χάθηκε ο ήλιος, το άστρο αυτό και τ’ άλλο,
το παραμύθι τ’ ουρανού
ειπώθηκε πια για καλά.
--------------------------------------
Η βάση του ονείρου
βρίσκεται στην τροφή,
η πηγή της επιθυμίας,
η κρυφή σκέψη της ευτυχίας,
και της ευφυίας το μυστικό
βρίσκεται πίσω απ’ το ποθημένο νερό.
--------------------------------------
Σου γράφω καθώς η πείνα με πιέζει. Η ύπαρξή μου ανεβαίνει στα μάτια μου. Τα αντικείμενα φαίνονται συγχρόνως μεγάλα και μικρά. Φαίνονται μια ιδέα. Ποτήρια φαίνονται ολόκληρα βουνά.
Αυτό θα πρέπει να ’ναι ο Θεός μέσα στον άνθρωπο. Η ύπαρξη η θηλυκιά.
Κι η αρσενικιά θα πρέπει να’ναι
κάτι που περιγράφεται μόνο κρυφά.
----------------------------------
Σαν καταρράχτης χτυπά η πείνα.
Νερό με δική του θέληση.
Μέσα στο σώμα πέφτει
προς το μυαλό ανεβαίνει.
Είναι μια επίθεση των σπλάχνων
στην εγκεφαλική μήτρα
ένα μαχαίρι
που διαπερνά την καρδιά.
Αχ, Θε μου,
άνθρωπε την πείνα μη σκέφτεσαι,
άστη να τραβήξει το δρόμο της,
ανηφορικά.
Το νερό προς τα πάνω πώς πέφτει
μόνο τούτος καταλαβαίνει
που τις ακτίνες του ήλιου κοιτά.
Τρέχουν γρήγορα.
Ποιος θα μπορέσει να πει
ποιαν ανταύγεια παίρνει η σελήνη δανεική;
Γρήγορα το φως του ήλιου τρέχει,
νου δεν έχει
ιδιοκτήτη να μετράˑ
και η πείνα έτσι
ξεχνά πού ανήκει
και αφήνεται προς τα ψηλά.
Άσ’ τη να τραβήξει το δρόμο της.
Όπου πηγαίνει είναι καλά.
------------------------------------------
Ποιος θα χωρίσει το πεινώ
και το προσωπικό παράπονο;
Φορές είν’ ο ορίζοντας τόσο καθαρός,
φορές πετάς στην ομίχλη
κι η φαντασία σου ουρανό και γη δεν ξεχωρίζει.
Ω, ποιος θα πει
πού το σώμα πέφτει μες στην πείνα
και πού ανεβαίνει η ψυχή, τραγουδά;
Ποιος θα χωρίσει τα σύννεφα
μέσα απ’ όπου ένας αετός πετά;
Μία κλωστή που ίσια τραβά
κεντώντας στην πείνα
τη λογική στραβά.