Μεγαλοφυΐα
Εκεί που ο άνθρωπος τελειώνει, αρχίζει ο Θεός.
Εκεί που ο άνθρωπος τελειώνει, αρχίζει η μεγαλοφυΐα.
Μεγάλες ιδέες, νοήματα που αποκαλύπτονται, συναισθήματα που ανοίγουν και έκρυβαν συναισθήματα καινούρια. Παράξενη κατάσταση, μπερδεμένη, δεν ξέρει κανείς πώς να ξεμπλέξει από το πιεστικό ανησυχητικό κακό. Φωνές που ψάχνουν δικαίωσηˑ πίθηκοι που αρπάζουν κόκαλα και τα χτυπούν στον αέρα,
αμέτρητοι ήλιοι, ελάφια που τρέχουν, ενοχές που σκάνε κι ελευθερώνουν μυρωδιά τρέλας. Όλα σα να ’ναι ένα, ένα ρολόι που οι δείκτες του γυρίζουν αντίθετα στην κανονική φορά. Σαν να μην είσαι αυτός που νομίζεις, σαν να κοιτάς τον καθρέφτη και να μη βλέπεις το πρόσωπό σου πια, σα να σχίστηκε η ψυχή σου σε περισσότερες ψυχές, ψυχές που βιάζονται, ψυχές που ρωτούν, ψυχές που δεν βρίσκουν απάντηση και κλαίνε. Είναι ο μεγαλοφυής άνθρωπος μια φλόγα κι αν κοιτάξεις μέσα στη φλόγα δε βλέπεις σκοτάδι, δε βλέπεις φως, δε βλέπεις κενό. Σα να έπαψαν τα πράματα να είναι αυτό που είναι, βλέπεις κόκκινο και θυμίζει πράσινο, βλέπεις πράσινο και θυμίζει μπλε, ανείπωτα τα χρώματα της μεγαλοφυΐας. Ειν’ ένα μυστικό που ξετυλίγεται, μια φωνή σιγανή με ανυπόφορα δυνατό αντίλαλο, σα να βουτά ο μεγαλοφυής άνθρωπος σε μια πισίνα και τινάζεται σε χίλια φώτα το ταραγμένο νερό. Να καταλάβεις δεν μπορείς, μπλέκονται σε ατέλειωτες ενοχές το παρελθόν, το παρόν, το μέλλονˑ σα να ξέρεις τι πρόκειται να συμβείˑ σα να κάθεται μια σοφή κουκουβάγια πάνω στο κεφάλι και σου ψιθυρίζει αλήθειες αβάσταχτης προκοπής. Είναι η μεγαλοφυΐα έρμαιο σε εσωτερικές φωνές αυστηρές, για τη ζωή της δεν μπορεί ν’ αποφασίσει και δεν υπάρχει ζωή που με τη ζωή της να μην βρίσκει κοινή ουσία. Σαν ένα μάτι που δεν κοιτά έξω. Σαν ένα μάτι που δεν κοιτά μέσα. Περίεργη κατάσταση. Χάνεται αυτός, εκείνος, ο άλλος και μένει στη θέση τους ένα ερωτηματικόˑ ώστε πάνω στην αυγή κράζει η κουκουβάγια, ανοίγει το ερώτημα σαν αστέρι και μοιράζεται στον ουρανό. Είναι ένας άνθρωπος μεγαλοφυία όχι ένας άνθρωπος σωστός. Τη μία βλέπει μυστικά της ζωής με καθαρό πάθος, την άλλη λες και δεν ζει, λες και δεν είναι αυτός που ζει και δεν υπάρχει νους για να κατατάξει και ν’ αντιληφθεί. Οι άνθρωποι τον βλέπουν και λεν «είναι τρελός», «ζει στον κόσμο του», «εμένα μου φαίνεται ότι θέλει γιατρό»ˑ γιατί μοιάζει ο μεγαλοφυής άνθρωπος με κενό αέρα κι όταν ανοίξεις το μπουκάλι ξεχειλίζει της σοφίας ο αφρός. Αφρός μυστηριώδης. Αφρός ανεξήγητος. Αφρός λευκός σαν το φως. Γαλανό φως, ουράνιο, φως λευκότερο απ’ το φως.
Που λάμποντας στο σκοτάδι
οδηγεί τον άνθρωπο
όπου αρχίζει ο Θεός.
Read more