Ελένη
Αρχικό μου γράμμα προς Ελένη και Κώστα,
μόλις γύρισα από το εξοχικό τους στο Γύθειο
Αγαπητοί Γιώργο και Ελένη,
μισή ώρα μετά τον αποχωρισμό μας χθες, έφυγα με τη Λίτζια από το σπίτι του Γυθείου. Καθ' όλη τη διάρκεια του αρχικού μέρους του ταξιδιού μας, ένιωθα μια έντονη αναπνευστική δυσφορία, αναστέναζα συχνά και ένιωθα ότι πνιγόμουν. Μετά από κάποια ώρα, προσπαθώντας να βγω από αυτή την κατάσταση, συνέλαβα την ιδέα να σας γράψω αυτό το γράμμα, και τότε αμέσως η δυσφορία σταμάτησε. Ένιωθα ότι είχε βρεθεί μια λύση. Πέρασα όλο το ταξίδι αμίλητος, χωρίς να ανταλλάξω λόγια με τη Λίτζια. Σκεπτόμουν διαρκώς το περιεχόμενο του γράμματος. Αν και δεν αισθανόμουν ότι μπορούσα να κάνω τη διαφορά, ένιωθα ωστόσο ότι είμαι υποχρεωμένος να είμαι ειλικρινής και να πω τα πράγματα με το όνομά τους.
Πέρασα ένα μεγάλο μέρος της παραμονής μου στο Γύθειο προσπαθώντας να παρηγορήσω τη Λίτζια. Συχνά ερχόταν κλαμένη και πληγωμένη από τη συμπεριφορά σας προς αυτήν, και συνέχιζε να κλαίει με απελπισία. Δεν ήταν η πρώτη φορά που την έβλεπα έτσι. Ήδη στην πρώτη επίσκεψη που μου έκανε στο σπίτι μου, την εποχή που ακόμα της δίδασκα γιόγκα στην επιχείρησή της, έκλαιγε και οδυρόταν για την έλλειψη αγάπης που βρίσκει στο σπίτι της. Ήταν φοβερά δυστυχισμένη, έδειχνε να έχει συσσωρεύσει μέσα της δεκαετίες απόγνωσης που χρειαζόταν να αποβάλει. Μου διηγήθηκε τη μετανάστευσή της στην Ελλάδα, τη γλώσσα που χρειάστηκε να μάθει, τις προσπάθειές της να βρει δουλειά και τις δίκες που άδικα της έκαναν αργότερα, αφού την είχε βρει. Μου διηγήθηκε πώς προσπάθησε να επιβιώσει σε μια δουλειά που κυριαρχείτο από άντρες και όπου χρειαζόταν συνεχώς να παλεύει για να γίνει αποδεκτή. Ήταν μια άχαρη τεχνική δουλειά, απ' την οποία έλειπε η τέρψη της λογοτεχνίας ή των ουμανιστικών σπουδών, που χαρακτηριζόταν από μεγάλα ωράρια, θυμωμένους προϊσταμένους και τον νομικό και ηθικό κίνδυνο που σχετιζόταν με πιθανό επαγγελματικό λάθος της, το οποίο θα μπορούσε να στοιχίσει τη ζωή σε ανθρώπους και να οδηγήσει την ίδια στη φυλακή.
Πάνω απ' όλα, όμως, μου διηγήθηκε την έναρξη της αρρώστιας του άντρα της και την αλλαγή που επήλθε στην προσωπικότητά του. Τα νεύρα, τις φωνές, το κλείσιμο στον εαυτό του, την αδυναμία του να επικοινωνήσει, την αρρωστημένη ατμόσφαιρα που δημιουργούσε στο σπίτι. Έκλαιγε απαρηγόρητη, λέγοντας ότι χρειάζεται να αγαπηθεί, και αισθάνθηκα ότι δεν είχα πρωτύτερα προσωπικά γνωρίσει άνθρωπο τόσο παραμελημένο, πιεσμένο και δυστυχή.
Και φυσικά, δεν είναι δύσκολο να δείξεις αγάπη και ενδιαφέρον στη Λίτζια. Γιατί πίσω από τον κοφτό της τρόπο ομιλίας βρίσκεται μια ευγενική ψυχή που αισθάνεται ενδιαφέρον και αγάπη για τους άλλους και θέλει να τους φροντίζει και να τους βοηθά να αισθάνονται καλά.
Μεταγενέστερη σημείωσή μου προς μαμά και μπαμπά: δεν έλεγε πως χρειαζόταν να αγαπηθεί, αλλά να αγαπήσει πνευματικά, με έναν τρόπο που να την εμπνέει. Αυτό το εξήγησα αργότερα στην Ελένη, αλλά όχι και στο Γιώργο, γιατί ήθελα να αντιληφθεί ότι την έχει εγκαταλείψει τη γυναίκα του και της προσφέρει κακομεταχείριση αντί για εκτίμηση και αγάπη. (Το ότι το κάνει αυτό είναι βέβαια και η άποψη της Λίτζια.) Λοιπόν αν και εκείνη τη στιγμή δεν χρησιμοποίησε εκείνη τη λέξη, η εικόνα που έδωσα εκφράζει πιστά την κατάσταση όπως την βιώνει η Λίτζια και τη βίωσα κι εγώ, δηλαδή ότι είναι προς αυτήν ακριβώς ο αντίθετος από αυτόν που θα έπρεπε να είναι. Ήλπιζα ότι, παρουσιάζοντάς του την ανάγκη της Λίτζια να αγαπηθεί, θα του έδινα ένα κίνητρο για να της δείξει περισσότερη αγάπη και να συνειδητοποιήσει την παραμέλησή του (και όχι μόνο) προς αυτήν.
Βέβαια οι άνθρωποι δεν αλλάζουν εύκολα. Προτιμούν να παίρνουν τον άλλο ως δεδομένο, παρά να είναι ο καλός τους εαυτός.
Όπως έλεγε για τη γυναίκα του κάποιος νεαρός εργάτης στα GLUE όπου δούλευα, ο οποίος την απατούσε με διάφορες πόρνες:
"Και τι μπορεί να κάνει; Θα φωνάξει λίγο, αλλά την έχω δεμένη χειροπόδαρα."
Αργότερα σαραβαλιάστηκε με μια μηχανή. Αναρωτιέμαι αν τότε τον φρόντισαν οι πόρνες ή η γυναίκα του...
Νιώθω κάποιες τύψεις που άλλαξα τη λέξη. Δεν ξέρω όμως τελικά αν είναι τόσο σημαντικό, ή πιο σημαντικό είναι να του δώσω με πιστότητα και ακρίβεια την εικόνα της παραμέλησης, σκληρότητας και αδικίας που νιώθει εκείνη στη συμπεριφορά του προς αυτήν, για τα οποία την έχω άλλωστε δει να κλαίει σε άλλες στιγμές.
Η πρώτη επιβεβαίωση ότι αυτά που μου έλεγε αντιστοιχούσαν στην αλήθεια ήρθε κατά την πρώτη σύντομη εκδρομή μου μαζί της και με το Γιώργο στο Γύθειο. Κάναμε στάση σε κάποιο εστιατόριο για να ξαποστάσουμε και να φάμε. Αν παρατηρήσεις τους ανθρώπους στα εστιατόρια, θα δεις ότι τρώνε και παράλληλα κουβεντιάζουν για να κάνουν παρέα ο ένας στον άλλον. Ο Γιώργος διάλεξε μια καρέκλα μπροστά στην τηλεόραση, αφοσιώθηκε στην τηλεοπτική πάρλα και φάνηκε τελείως να ξεχνά ότι είχε πάει στο εστιατόριο με παρέα. Είχες την αίσθηση ότι αν του έλεγες «η γυναίκα σου η Λίτζια», θα έλεγε σαστισμένος: «ποια γυναίκα μου;»
Κατά τη διάρκεια της τελευταίας, εκτενέστερης παραμονής μου στο Γύθειο διαπίστωσα ότι αυτή η αδιαφορία προς αυτήν είναι για το Γιώργο τρόπος ζωής. Δεν έχει ποτέ, τίποτα να της πει. Καθ' όλη τη διάρκεια της παραμονής μου, δεν τον άκουσα να συζητά οτιδήποτε μαζί της. Το μόνο που φαίνεται να τον ενδιαφέρει είναι να τη χρησιμοποιεί σαν υπηρέτρια. Να του φτιάχνει φαγητό, να του σερβίρει, να μαζεύει το σπίτι, να έχει λύσεις για τα διάφορα «τεχνικά» μικροπροβλήματα της καθημερινότητας, όπως «πού είναι αυτό ή εκείνο» ή «πώς θα φτιαχτεί το τάδε που χάλασε». Δεν την αντιμετωπίζει ως άνθρωπο. Σε όλες τις βδομάδες που περάσαμε μαζί, δεν της παρείχε ποτέ συντροφιά. Δεν τον ενδιαφέρει να πηγαίνει μαζί της βόλτες και εκδρομές, δεν τον ενδιαφέρει να κολυμπά μαζί της, δεν τον ενδιαφέρει να κάνει οτιδήποτε μαζί της. Κλεισμένος και χαμένος στον κόσμο του, απομονώνεται στο τραπέζι κάποιου φαγάδικου καπνίζοντας και πίνοντας καφέ (καπνίζοντας κι άλλο και πίνοντας κι άλλο καφέ). Είναι σαν να έχει αποφασίσει ότι δεν θέλει να ζει πια, ότι όλη η ζωή του περιστρέφεται γύρω από δύο γεύσεις - νικοτίνη και coffee -, κι όσο για τη γυναίκα του, he couldn't care less. Κι εκεί μπαίνω εγώ στην υπόθεση. Εφόσον αυτός έχει αποφασίσει ότι δεν τη θέλει συντρόφισσά του, ψάχνει και η Λίτζια κάποιο σύντροφο. Γιατί θα έπρεπε να ζήσει τη ζωή μόνη; Ο Γιώργος έχει συντροφιά την τηλεόραση. Γιατί θα έπρεπε να καταδικαστεί η Λίτζια να ζήσει χωρίς συντροφιά;
Αλλά εγώ δεν είμαι ο σωστός σύντροφος για αυτήν. Είμαι ένας άνθρωπος που έχει επιλέξει να ζει μια απομονωμένη ζωή και που ο νους του τρέχει πίσω από πνευματικές διδασκαλίες και σωματικές σκληραγωγίες. Γιατί να της παρέχω εγώ συντροφιά όταν η Λίτζια έχει ήδη κάποιον σύντροφο; Ο σύντροφος του ανθρώπου είναι ο σύζυγός του. Αν ο σύζυγος δεν θέλει να λειτουργήσει ως σύντροφος, πρέπει οι δυο τους να κάτσουν κάτω και να βρουν τι φταίει. Δεν υπάρχει άνθρωπος που να μπορεί να ζήσει χωρίς αγάπη. Χρειάζεται και η Λίτζια αγάπη, όπως όλοι. Αν ο σύζυγος δεν μπορεί να της την παρέχει, τότε γιατί συνεχίζει να είναι μαζί της; Αυτά που θέλει από τη Λίτζια, ή μάλλον αυτά που απαιτεί από τη Λίτζια, μπορεί να τα δώσει και μια υπηρέτρια. Δεν είναι τέτοια η σχέση που έχεις με τη γυναίκα σου.
Αλλά δεν είναι μόνο η συντριπτική και απροκάλυπτη αδιαφορία που δείχνει προς αυτήν. Είναι και η οξυθυμία της συμπεριφοράς του. Για παράδειγμα, σε κάποιο επεισόδιο στο οποίο παραβρισκόμουν, απαίτησε από τη Λίτζια να τον συνοδέψει για να επισκεφτεί κάποιους γείτονες (τι θα πει ο κόσμος αν δεν σε συνοδεύει η σύζυγος;). Τελικά οι δυο μας πείσαμε τη Λίτζια να τηλεφωνήσει στον γείτονα για να κανονίσει, αλλά ο γείτονας ούτε καταλάβαινε ποια ήταν ούτε φάνηκε να ενδιαφέρεται. Τότε η Λίτζια νευριασμένη επέστρεψε με μια γρήγορη κίνηση το κινητό στο Γιώργο λέγοντας κάποια νευριασμένα λόγια, και ο Γιώργος άρχισε να μουγκρίζει κάνοντας ότι θα τη χτυπήσει. Βλέποντάς το αυτό, η Λίτζια έβαλε αμέσως τα κλάματα και πέρασε στο μέσα δωμάτιο. Έμεινα εγώ με το Γιώργο και, βουρκωμένος, του χάιδεψα το λαιμό λέγοντας: «Έλα μωρέ, μη μαλώνετε μεταξύ σας.» Με μια αδιαφορία στη φωνή, την οποία θα θυμάμαι πάντα, ο Γιώργος απάντησε: «Η γυναίκα μου έχει "πρόβλημα"».
Μια άλλη, πάλι, φορά, ενώ ο Γιώργος ήταν παρόν, ρώτησα τη Λίτζια γιατί δεν κοιτά να αναγνωρίσει τα τρία αναγνωρίσιμα χρόνια από τα έξι που δούλεψε στη Ρουμανία, κι ο Γιώργος μπήκε στη συζήτηση. Αντί όμως να συζητήσει, φώναξε με θυμό και πάθος: «Είσαι ηλίθια!!!» Έκανε μεταβολή και ανέβηκε την εξωτερική σκάλα προς το σπίτι, προσθέτοντας: «Άντε, με τσατίζεις.» Λες και η φυσιολογική συμπεριφορά ενός ανθρώπου που δεν συμφωνεί με κάτι που λέει κάποιος, είναι να τον βρίσει, αντί να συζητήσει μαζί του για να κατανοήσει την κατάσταση.
Η Λίτζια δεν το εξέφρασε, και δεν το αντιλήφθηκα τότε, αλλά κατανοώ τώρα ότι ο πραγματικός λόγος που η Λίτζια δεν θέλει να πάρει σύνταξη (η οποία θα της έδινε τη δυνατότητα να ασχοληθεί περισσότερο με τα ενδιαφέροντά της, όπως είναι το διάβασμα πνευματικών βιβλίων) είναι για να μην περνάει περισσότερο χρόνο με το Γιώργο. Ποιος θα επιδίωκε να περνάει ένα μεγαλύτερο μέρος του χρόνου με κάποιον που δεν επιδεικνύει σεβασμό προς τον ίδιο;
Μέσα στις μέρες που έμεινα στο Γύθειο, άμεσα ή έμμεσα, από μακριά, άκουσα πολλές φορές το Γιώργο να συμπεριφέρεται στη Λίτζια με οξύτητα και έλλειψη σεβασμού - κοινώς, με αναίδεια. Και αν η Λίτζια προσπαθήσει να θέσει το θέμα επί τάπητος, δεν το συζητά αλλά της λέει αν δεν της αρέσει, να χωρίσει, αυτός έτσι είναι. Κι εδώ αρχίζει το μεγάλο δράμα της Λίτζια. Καθώς ο Γιώργος επιδεικνύει μια απόλυτη εξάρτηση προς αυτήν - δεν φαίνεται να μπορεί να λύσει τα οποιαδήποτε πρακτικά προβλήματα, για όλα πρέπει να βρει λύσεις η Λίτζια και όλα πρέπει να τα κάνει η Λίτζια, ενώ ο Γιώργος κοιμάται, ατενίζει την τηλεόραση ή βηματίζει πέρα-δώθε καπνίζοντας, και καθώς της τηλεφωνάει πολλές φορές τη μέρα (ενοχλώντας τη στη δουλειά και εκτός δουλειάς) για να αισθανθεί την ασφάλεια που μπορεί να παρέχει ένας άνθρωπος με τη δύναμη και τις ικανότητες της Λίτζια, εκείνη αισθάνεται ότι αν ήταν να τον αφήσει μόνο του, θα ήταν σαν να τον καταδίκαζε σε θάνατο. Αισθάνεται ότι η αρρώστια του θα χειροτερέψει και θα ήταν υπεύθυνη η ίδια. Πλεγμένη και βασανισμένη μέσα σε αυτό το ηθικό δίλημμα, πνίγεται σε αδιέξοδο.
Αλλά δεν ανησυχεί η Λίτζια μόνο για το Γιώργο. Πιστεύει ότι η οξυθυμία και η αναίδεια που η Ελένη επιδεικνύει προς αυτήν είναι προάγγελος του ερχομού μιας παρόμοιας κατάστασης στη ζωή της ίδιας της Ελένης. Σαν μια κληρονομική κατάρα, βλέπει τον παραλογισμό και τον άμετρο εγωισμό να κρέμονται σαν βαριά σύννεφα πάνω από τη ζωή της κόρης της, έτοιμα να ρίξουν τη βροχή που έριξαν στη ζωή του άντρα της. Σε πράγματα που θα ερμηνεύονταν από άλλους ως απλή έλλειψη καλού χαρακτήρα, εκείνη βλέπει μια επερχόμενη καταστροφή.
Ας δώσω το εξής παράδειγμα. Αφού βγήκαμε από το σπήλαιο του Δυρού, βαδίσαμε προς το σταθμευμένο αμάξι. Όταν η Λίτζια άνοιξε την πόρτα, αυτή βρήκε στην πόρτα τού δίπλα σταθμευμένου αμαξιού και προκάλεσε ένα μικρό βαθούλωμα. Ο οδηγός, που εκείνη την ώρα έμπαινε στο αυτοκίνητο, νευρίασε και απαίτησε να γραφεί δήλωση ώστε να αποζημιωθεί από την ασφαλιστική. Η Λίτζια συμπλήρωσε τη δήλωση και, κατά τη διαδικασία, τη φωτογράφησε. Στο δρόμο προς το σπίτι συζητήσαμε ότι η Λίτζια πρέπει να προειδοποιήσει την Ελένη ότι η πόρτα είναι πολύ μεγάλη και θέλει προσοχή στο άνοιγμα, και το αφήσαμε εκεί, αν και η Λίτζια σχολίασε ότι η Ελένη δεν θα ήθελε να ακούσει τι θα της έλεγε η Λίτζια.
Μόλις φτάσαμε στο σπίτι, γύρω στις οχτώ, η Ελένη πήρε αμέσως το αμάξι κι έφυγε. Γύρισε πολύ αργά το βράδυ. Το άλλο πρωί, όταν ξυπνήσαμε, κάναμε λίγη γιόγκα και διαλογισμό. Ενώ κάναμε διαλογισμό, άνοιξε την καταπακτή η Ελένη, που μόλις είχε ξυπνήσει, και φώναξε στη Λίτζια ότι θα φύγει σε μισή ώρα για τη θάλασσα με το αυτοκίνητο και αν θέλουμε να κάνουμε μπάνιο, πρέπει να πάμε μαζί της. Η βιαστική τούτη αναγγελία τάραξε τα ήρεμα νερά του διαλογισμού και μέσα στη σιωπή που επακολούθησε η Ελένη φώναξε ότι, εφόσον δεν λαμβάνει απάντηση, φταίει η ίδια που μιλάει (δηλαδή ότι έπρεπε απλά να πάρει το αυτοκίνητο και να φύγει) και αποχώρησε νευριασμένα. Τότε φώναξα στην Ελένη ότι ευχαριστούμε για την ειδοποίηση και ακόμα δεν ξέρουμε τι μέλλει γενέσθαι, γιατί κάνουμε διαλογισμό, αλλά αν είναι θα πάμε μαζί της σε μισή ώρα. Το κατάλαβε και το θέμα έληξε εκεί. Η Ελένη γυρίζει στο κρεβάτι και συνεχίζει να βλέπει κάποιες φωτογραφίες. Βλέπει τη φωτογραφία της δήλωσης που έκανε το προηγούμενο απόγευμα η Λίτζια, ξανανοίγει την καταπακτή, κατεβαίνει τη μισή σκάλα και απαιτεί εξηγήσεις. Δεν μιλά σαν να πρόκειται για το αμάξι που της παρέχει κάποιος άλλος, αλλά σαν η ίδια να παρέχει σε κάποιον αμάξι και υποπτεύεται ότι το κακομεταχειρίστηκε. Με το χαρακτηριστικό (και γνωστό σε όλους σας) ανάγωγο και αυθάδες ύφος, απαιτεί από τη μητέρα της άμεσες εξηγήσεις. Η Λίτζια τής λέει να αλλάξει τον τόνο της, η Ελένη «τα παίρνει» ακόμα περισσότερο, βρίζει τη Λίτζια (φωνάζοντάς την εξαιρετικά δυνατά «Ηλίθια!!!») και αποχωρεί.
Το περιστατικό τούτο μού θυμίζει ένα παρόμοιο περιστατικό που διαδραματίστηκε πριν πολλά χρόνια, όταν ήμουν περίπου 16 χρονών, ανάμεσα σε μένα και τη μητέρα μου. Κάτι είπαμε, που δεν θυμάμαι πια, κι εγώ είπα στη μητέρα μου: «πρόβλημά σου!!!» (Δηλαδή ότι το δικό της πρόβλημα ούτε με αφορά ούτε χρειάζεται να με ενδιαφέρει). Αμέσως έπεσε πάνω μου και άρχισε να με χτυπά αλύπητα. Με χτυπούσε για ώρα με μανία και έπρεπε να μεσολαβήσει ο πατέρας μου ώστε τελικά να σταματήσει.
Αυτό είναι το μεγαλύτερο δώρο που μου έχει κάνει η μητέρα μου. Μέσα σε λίγα μόνο λεπτά, μου έδειξε (με «συνοπτικές διαδικασίες») ότι δεν πρέπει να παίρνω κανέναν ως δεδομένο, ότι κανένας δεν είναι δούλος μου και ότι ο κόσμος δεν περιστρέφεται γύρω από μένα. Ότι θα πρέπει να νιώθω ευγνωμοσύνη για την προσφορά των άλλων προς εμένα και να ανταποδίδω δείχνοντας αναγνώριση, ενδιαφέρον, σεβασμό και αγάπη. Αυτά είναι πολύ βασικά στοιχεία της ζωής. Ο ρόλος μιας μητέρας δεν είναι να παρέχει καμπριολέ αμάξια στα παιδιά της, αλλά να τους παρέχει εκείνη την απαραίτητη διαπαιδαγώγηση που θα τα κάνει σωστούς ανθρώπους. Ως μέρος του κοινωνικού συνόλου, το άτομο υποχρεώνεται να συμπεριφέρεται προς τους άλλους με αρμονία, σεβασμό, αναγνώριση και θετικότητα. Η αλαζονεία, η επιθετικότητα, οι οξύθυμες απαιτήσεις και κάθε είδους ιδιοτροπία δεν ανήκουν στο συμπεριφορικό ρεπερτουάρ του ηθικού ανθρώπου. Γι' αυτό και, αν παρατηρήσετε, τα παιδιά των φτωχών είναι πιο ηθικά από τα παιδιά των πλουσίων. Τα παιδιά της φτωχής Ελλάδας, για πολλές δεκαετίες, έφευγαν στη μακρινή ξενιτιά, έπλεναν πιάτα σε φαγάδικα ή φτυάριζαν κάρβουνα στα βαπόρια, κι έστελναν στους γονείς και αδερφούς και αδερφές τους που είχαν μείνει πίσω, λεφτά για να ζήσουν. Τα καλομαθημένα (ή κακομαθημένα) παιδιά τού σήμερα (σαν την Ελένη) απαιτούν από τους γονείς τους, λένε ότι αν δεν τους στείλουν στο Παρίσι (προφανώς για να διασκεδάζουν στα μπαρ) θα φύγουν από το σπίτι ή δεν θα τους συγχωρήσουν ποτέ (όπως απείλησε να κάνει η Ελένη), τους προειδοποιούν ότι θα διώξουν τους γονείς τους από το σπίτι (όπως απείλησε να κάνει η Ελένη στη Λίτζια), μιλούν διαρκώς με έναν οξύθυμο και αντιδραστικό τόνο διαμαρτυρίας (που έμμεσα δηλώνει: «γιατί δεν μου κάνεις αυτό; γιατί δεν μου κάνεις εκείνο; είσαι κακός γονιός. Τι είσαι εσύ ρε παιδί μου; Δεν μπορώ να σε ανεχθώ») και εν γένει προσπαθούν να εντάξουν τους γονείς τους, άλλοτε με καλό και άλλοτε με κακό τρόπο, στην ικανοποίηση των δικών τους επιθυμιών. Πιστεύουν ότι αν τα ίδια επιθυμούν να συμπεριφέρονται κακότροπα, οι γονείς είναι υποχρεωμένοι να το ανέχονται και να συνεργάζονται. Όπως είπε χαρακτηριστικά η Ελένη στη Λίτζια: «Πώς συμβαίνει μέχρι τώρα να μην διαμαρτυρόσουν [για την συμπεριφορά μου] και τώρα [που είναι ο Κίμωνας εδώ] να βρίσκεις πρόβλημα σε αυτήν;» Άρα τι ζητά η Ελένη από την Λίτζια; Να της δίνει χρήματα, να της παρέχει μαγειρεμένο φαγητό (όχι νορμάλ φαγητό όπως ρύζι, πατάτες, χλωρά φασολάκια κλπ, αλλά ειδικά το φαγητό που ταιριάζει στη γλώσσα της Ελένης και το οποίο η Ελένη βαριέται να μάθει η ίδια να μαγειρεύει, αν και είναι ήδη είκοσι ετών), να τη στέλνει στη Γαλλία, να της αγοράζει καμπριολέ και να της δίνει άμεσες αναφορές (πιο άμεσες δεν γίνεται!) για την κατάσταση του αυτοκινήτου, εντός ατμόσφαιρας Ιεράς Εξετάσεως. Και φυσικά, να ανέχεται το «υφάκι» της Ελένης, η οποία σπάνια μιλάει, ή μάλλον (χαρακτηριστικά) «διαμαρτύρεται», χωρίς να την ακούει όλη η γύρω γειτονιά. Τα παραπάνω η Ελένη, για να διορθώσω, δεν τα ζητά, απλά, αλλά τα απαιτεί. Θέλει, ας πούμε, το Καμπριολέ όταν το θέλει. Δηλώνει ότι κάθε βράδυ θα είναι δικό της το αμάξι. Ενώ ο Γιώργος δεν αφήνει τη Λίτζια να πάρει το δικό του αμάξι, γιατί δεν το καλύπτει ασφάλεια, το άλλο αμάξι ανήκει στην Ελένη. Κάθε βράδυ. Η Ελένη δεν συζητά, δεν μιλά, δεν ζητά ευγενικά. Ορίζει τις συνισταμένες μέσα στις οποίες σού επιτρέπει να ζεις. Φωνάζει ότι η Λίτζια είναι «απαράδεκτη», χωρίς όμως να εξηγεί γιατί. Σαφώς υπονοεί ότι η Λίτζια είναι «απαράδεκτη» γιατί επιζητάει την παρέα μου, δηλαδή την παρέα του μοναδικού ανθρώπου που είναι διατεθειμένος να της δείξει αγάπη, που ενδιαφέρεται να επικοινωνήσει μαζί της, που ενδιαφέρεται για τα προβλήματά της. Όταν, ενώ η Λίτζια κλαίει μπροστά στην Ελένη γιατί η Ελένη τής φέρεται άσχημα, η Ελένη αποδιώχνει περαιτέρω τη Λίτζια, σημειώνοντας απαξιωτικά ότι αυτό το κλάμα ανήκει στα «περίεργά της», κι όταν ο Γιώργος προδίδει τη γυναίκα του που κλαίει γυρίζοντάς της την πλάτη και λέγοντας «έχει πρόβλημα», ο Κίμων είναι ο μόνος άνθρωπος που ενδιαφέρεται να την παρηγορήσει επανειλημμένα και με τις ώρες, ενώ από τη σκάλα ακούγεται ο ήχος του ροχαλητού ή η τηλεόραση του συζύγου, και μακριά, στο βάθος, τα χαζοτράγουδα των χαζοκόριτσων που κάνουν τις όμορφες στα κλαμπ, στα οποία βρίσκεται και η κόρη της. Κι όταν η Λίτζια επιζητά την παρέα, την παρηγοριά και την ψυχική επαφή που μόνος αυτός ο άνθρωπος τελικά είναι διατεθειμένος να της δώσει, είναι «απαράδεκτη». Ενώ είναι αποδεκτή όταν είναι η βουβή και δίχως οποιεσδήποτε ανάγκες υπηρέτρια των άλλων και χορεύει στο δικό τους σκοπό.
Ποιο είναι το γιατρικό για την κατάσταση της Ελένης; Κατά τη γνώμη μου, να βγει για λίγο από την προστασία των γονιών της. Να χρειάζεται να πάρει το λεωφορείο το πρωί, να πηγαίνει να ανοίξει το εστιατόριο, να κόψει τις πατάτες, να καθαρίσει τα ψάρια, να σφουγγαρίσει και γενικά να ζήσει όπως ζουν οι περισσότεροι άλλοι άνθρωποι (περιλαμβανομένων και των πολυάριθμων φοιτητών που δουλεύουν για να ζήσουν). Αν ζήσει, έτσι άχαρα και λυπηρά, για δύο μονάχα χρόνια, αγωνιζόμενη να πληρώσει το νοίκι, με το άγχος των χρημάτων που φεύγουν, με το άγχος του αφεντικού που θέλει να την πηδήξει, και μετά ξαναγυρίσει στην προνομιούχα ζωή που διάγει τώρα, θα νιώθει τρομερή ευγνωμοσύνη για τις διάφορες παροχές και ευκολίες που λαμβάνει και, κοιτώντας προς το όχι τόσο απόμακρο παρελθόν, θα κοιτά έκπληκτη τη συμπεριφορά και τη νοοτροπία της κοπέλας εκείνης που απαιτούσε και διαμαρτυρόταν καθ' έξιν, που έβρισκε τους άλλους απαράδεκτους, που αδιαφορούσε για τα συναισθήματά τους και απειλούσε ότι θα τους διώξει απ' το σπίτι. Θα αναρωτιέται αν η κοπέλα αυτή, που τα έκανε αυτά, ήταν πράγματι η Ελένη. Και σίγουρα δεν ήταν πράγματι η Ελένη - όχι η αληθινή Ελένη, η Ελένη που έχει καρδιά, αγάπη, αρετές, ποιότητες, χαρακτήρα, δηλαδή η Ελένη την οποία η Λίτζια θέλει να αισθάνεται ως παιδί της.
Αλλά το γιατρικό για την κατάσταση του Γιώργου βρίσκεται πιο δύσκολα. Γιατί διαισθητικά αισθάνομαι ότι ο Γιώργος ποτέ δεν θα γίνει σύντροφος για τη Λίτζια. Χαμένος ανάμεσα στα απανωτά τσιγάρα, τους αλλεπάλληλους καφέδες, τις μπύρες και (κυρίως) το χαζοκούτι, απομονωμένος μέσα σε ένα κόσμο όπου κανείς άλλος δεν χωρά, θα συνεχίσει να αποτελεί για την Λίτζια τον «άρρωστο που χρειάζεται υποστήριξη» και ο οποίος δεν φέρει οποιαδήποτε ευθύνη για τη στάση, τις πράξεις και τη συμπεριφορά του. Και τότε η κοινή τους ζωή θα μπορούσε να γίνει υποφερτή αν τουλάχιστον έκανε ένα μονάχα πράγμα: σταματούσε να υψώνει τον τόνο της φωνής του, έκοβε το μάγκικο στυλ και αποδεχόταν αυτή τη γυναίκα ως αυτό που πραγματικά ήταν για τη ζωή του: ένας άγγελος που τον φρόντισε και τον νοιάστηκε όσο ο ίδιος δεν νοιάστηκε τον εαυτό του.
Κι όσο για μένα, εγώ θα μείνω στη μνήμη σας ως ο αχάριστος μουσαφίρης, που αντί να σας στείλει ευχαριστίες, έστειλε κατηγορίες.
Όμως τούτο είναι το τίμημα της ειλικρίνειας.
Απάντηση της Ελένης προς εμένα
Πριν το mail που έλαβα δεν είχα και τίποτα μαζί σου και η κίνησή σου να βοηθήσεις θα μπορούσε να θεωρηθεί καλής θελήσεως. Αν και δεν έχεις κάνει δική σου οικογένεια, νοείς εαυτόν ειδήμονα και απορείς που η δική μου δεν καταλαβαίνει τι της γίνεται. Βέβαια έπεσες μέχρι το σημείο να γράψεις στον πατέρα μου ότι η μάνα μου πιστεύει πως κληρονομώ την αρρώστια του, αλλά και στην ίδια ότι πρέπει να με χτυπήσει. Αυτό δεν είναι ειλικρίνεια αλλά θράσος. Απαντώ αντιστοίχως και μιλάω εκ μέρους μου. Καταρχάς συγχαρητήρια που με ευκαιρία την φιλοξενία μας δεν δίστασες να απομνημονεύσεις τη συμπεριφορά μας, να μας κάνεις χάρισμα ψυχολογική γνωμάτευση και να μοιράσεις γιατρικά για την αρρώστια που μας δέρνει ομαδικώς, όμως θα πρέπει να ραγίσω την ολοκληρωμένη σου εικόνα που νομίζεις πως αποτυπώνει την πραγματικότητα, τουλάχιστον όσον αφορά εμένα. Τι σ' έκανε να νιώσεις τόσο οικεία ώστε να νομίζεις ότι θα δω εποικοδομητικά αυτά που λες προσβάλλοντας και ειρωνευόμενος; Ή μήπως να πω τι σε θόλωσε; Όσον αφορά στα όσα έγραψες για μένα ένα introduction μου στο προφίλ μου στο facebook θα αποκάλυπτε περισσότερα από όσα νομίζεις πως έχεις ανακαλύψει (αν κρίνω ότι η μάνα μου συμφωνεί μαζί σου τότε επιβεβαιώνομαι πως το ίδιο ισχύει και γι' αυτήν). Επομένως, δεν γνωρίζεις τίποτα για μένα πέρα από τα όσα σου έχει πει η ίδια η οποία επίσης δεν γνωρίζει τίποτα. Άτομα με τα οποία έχω δεθεί με τρόπο που να τα νιώθω κοντά μου αντίθετα από τους ίδιους μου τους γονείς δεν γνωρίζουν την κατάσταση, και εσύ σε μια βδομάδα, έχοντας ακούσει μόνο τη μια οπτική της ιστορίας, πιστεύεις πως είσαι σε θέση να βγάλεις συμπεράσματα σε σημείο ώστε, παρά την υποκειμενικότητα αυτή, να πειστείς ότι βρήκες τη λύση;
Έπεσες έξω. Καταρχάς θα σου εξηγήσω γιατί τα παραδείγματα στο Γύθειο στα οποία βάσισες την ετυμηγορία σου για μένα είναι όλα παρεξηγήσεις (λογικό). Νομίζεις ότι η μάνα μου φέρεται στους άλλους όπως σε σένα; Όταν ρωτάω κάτι τους γονείς μου συχνά απαντούν την τέταρτη ή πέμπτη συνήθως φορά αλλά όταν το κάνει η μάνα μου, και με απαξιώνει κιόλας μπροστά σε ξένους, με ενοχλεί ακόμα περισσότερο. Την πρώτη φορά δεν γνώριζα ότι διαλογίζεστε, όσο για τη δεύτερη φορά που κατέβηκα, θεώρησα από τη φωτό ότι το βαθούλωμα ήταν στο δικό μας αμάξι και πως κάτι τέτοιο είναι πιο σοβαρό από άλλη μια ενατένιση, και απαίτησα εξηγήσεις λόγω θυμού επειδή ξέρω πως μου το έκρυψε μη θέλοντας να εκτεθεί που, ενώ έκανε σε μένα τόσες παρατηρήσεις και με μείωνε σε σημείο να μην ξαναδεχτεί να μπει μαζί μου στο αμάξι, τελικά εκείνη το τράκαρε.
Επίσης, η μάνα μου μου 'χε πει πριν φύγουμε από το Γύθειο πως δυσκολεύεται να οδηγήσει το αμάξι του πατέρα μου και τίποτα για ασφάλειες, ενώ το έχει οδηγήσει μαζί μου στο παρελθόν. Και απαιτούσε, όταν της είπα πως θα κοιμηθώ στη φίλη μου το τελευταίο βράδυ, να το φέρω στις 9 νταν με 3 ώρες ύπνο και κίνδυνο να πάθω ατύχημα. Λες και το μπάνιο σας αξίζει να παίζεις με κάτι τέτοια.
Το να έρχεται ξαφνικά η μάνα μου και να κλαίει μπροστά μου είναι περίεργο από τη στιγμή που δεν μου έχει εξηγήσει τίποτα και επειδή στα είπε τώρα εσένα εγώ γνωρίζω εξ' ορισμού τι σκέφτεται. Ισχύει ότι δεν της δίνω ψυχική επαφή, αλλά το εάν δεν είμαι διατεθειμένη είτε αδυνατώ δεν σε αφορά.
Τέλος, θεώρησα απαράδεκτο που ενώ προσπαθούσε με χίλια ζόρια να με πείσει να έρθω στο Γύθειο ενώ δεν ήθελα, μη τυχόν νιώσει φιλοξενούμενος ο πατέρας μου μέσα στο ίδιο του το σπίτι όσο σκόπευε να μείνει αποτραβηγμένη μαζί σου, και τελικά μας έγραψε ακόμα περισσότερο.
Κατόπιν αυτών προχωρώ στην απάντησή μου. Το πόσο γελαστή είμαι δεν το ξέρεις. Δεν με έχεις δει να μιλάω ούτε με φίλους ούτε με γνωστούς παρά με έχεις γνωρίσει στο περιβάλλον των γονιών μου που απεχθάνομαι. Τι ακριβώς να μου προκαλέσει θετικότητα; Απλά προσπαθώ να είμαι όσο λιγότερο μίζερη μπορώ και, στην ηλικία που πλέον βρίσκομαι, να μην με εμποδίζει στην κανονική μου ζωή. Νομίζεις οτι είμαι αχάριστη, κακομαθημένη, ακόμα και ανήθικη (?) αλλά μην ανησυχείς, και το λεωφορείο έχω προφανώς χρησιμοποιήσει και χρησιμοποιώ ακόμα, και κοπιάζω για πράγματα πιο δύσκολα και σημαντικά από το πλύσιμο πατάτας. Και καθένας κοντινός έχει να πει πως πάντα δίνω υλικά- συναισθηματικά- πνευματικά, πως είμαι εκεί για να ακούσω, να βοηθήσω, πως κατανοώ. Πως τους φίλους μου με οικονομικά προβλήματα τους κερνάω, τους βγάζω έξω με το αμάξι γιατί οι γονείς τους δεν έχουν καν χρήματα για βενζίνη, ξέρω τι περνάνε και ποτέ δεν τους κάνω να αισθανθούν άβολα. Παράλληλα, δεν τους έχω φορτώσει ποτέ με τα πιο σοβαρά μου προβλήματα, με στηρίζουν μόνο με την παρέα τους. Δεν έχω τσακωθεί μαζί τους ούτε τους έχω αλλάξει για άλλους. Τους δίνομαι αλλά τους έχω και ανάγκη, όπως συμβαίνει με όλες τις φιλίες. Συγχώρεσέ με, αλλά είναι εύκολο, όταν έχεις επιλέξει η ζωή σου περιστρέφεται γύρω από τη διάσπαση της λακτόζης [εννοεί το κεφίρ, το οποίο είχα μαζί μου και έπινα στο Γύθειο] και το daydreaming ["ονειροπώληση" - εννοεί το διαλογισμό που έκανα με τη μητέρα της], να κρίνεις αυτούς που ρίχτηκαν στην πάλη για να φτιάξουν όσα εσύ Κίμωνα απέρριψες από τη δική σου ζωή με τον εύκολο τρόπο, να κρίνεις τόσο τις ταραγμένες ζωές των άλλων μέχρι που να νομίζεις πως τις ξέρεις και στη συνέχεια να εκφέρεις τη γνώμη σου ανοιχτά. Επειδή όταν κρίνεις κρίνεσαι, θα μπορούσα να είμαι και άλλο "ειλικρινής" σχετικά με το τι πιστεύουμε εγώ και ο περίγυρός μου για τη ζωή και τις επιλογές σου όμως δεν έχει νόημα να μάθεις γνώμες για όσα γνωρίζεις καλύτερα από τον καθένα. Και όσον αφορά τη ζωή μας, το ανούσιο socializing και όλα αυτά που είσαι σίγουρος πως κάνουμε, παρότι δεν έχεις γνωρίσει κανέναν φίλο μου και γενικότερα ξεκομμένος από τη νέα γενιά την οποία προσπαθείς να την καταλάβεις μέσα από ντοκιμαντέρ μεσήλικων, είτε είμαστε ομαδικώς τρελοί είτε απλώς δεν μπορείς να καταλάβεις τι παίζει.
Φαίνεται από το γράμμα πως δεν γνωρίζεις ποια είναι η σχέση μου με τους γονείς μου, διότι απλά αναφέρεις τη συμπεριφορά μου και του πατέρα μου και όχι το πώς σχετιζόμαστε με τους άλλους (προφανώς, εφόσον δεν σου έχουμε πει τίποτα), παρά μόνο το πώς σχετίζεται η μάνα μου μαζί μας. Τόσο προκατειλημένος. Εν πάση περιπτώσει να σου πω πώς σχετίζομαι εγώ με αυτούς: πιθανόν μετάνιωσαν που έχω γεννηθεί γιατί τότε άρχισαν οι μπελάδες, με ανέθρεψαν όμως και μου δίνουν υλικά αγαθά και εγώ τους ανταποδίδω με λαμπρή σχολική σταδιοδρομία, ξεχωριστές επιδόσεις στις σπουδές μου, εγγυήσεις γι' αυτούς ότι θα μπορέσω να σταθώ μόνη στα πόδια μου στο μέλλον. (Άσχετα το αν βάζω στόχους κυρίως για να αποδείξω πράγματα στον εαυτό μου και αν δεν ήταν αυτή η "συμφωνία" απλά ίσως δεν θα το έκανα με το δικό τους τρόπο.) Η ανταλλακτικότητα στη σχέση σφραγίζεται από τη σιωπηρή συγκατάθεση ότι αν σταματήσει το ένα θα σταματήσει και το άλλο. Γιατί εκπλήσσεσαι που αντιδρώ στο να αλλάξει συμπεριφορά η μάνα μου; To ίδιο θα έκανε και αυτή αν σταματούσα και εγώ να φέρομαι όπως παραπάνω. Δεν την όρισα εγώ τη σχέση τόσο βολικά, τόσο κυνικά, παρά αυτά τα περιθώρια μου όρισαν ως γονείς για να κινούμαι από παλιά και τώρα μου έχει γίνει τρόπος ζωής. Εγώ έχω τη δική μου ζωή, τη δική μου πραγματικότητα, στον πατέρα μου νιώθω πως αρκεί η συναισθηματική παρηγοριά να μοιραζόμαστε μαζί του το ταβάνι και από εκεί και πέρα η μάνα μου ξύπναει από τον -με δική της πρωτοβουλία- λήθαργο της αποτραβηγμένης από εμάς σωματικά και πνευματικά αυτοματοποιημένης ζωής της και αναρωτιέται "γιατί το εισπράττω;". Θα παρέλειψε προφανώς να σου αναφέρει ότι είχα πρόθεση κάμποσες φορές να πιάσω δουλειά γιατί πέρναγα φάσεις που ούτε αυτή την παραπάνω σχέση μπορούσα να ανεχτώ, αλλά μου το απαγόρευσαν για να μη χαλάσω τους βαθμούς μου, γκρεμιστεί το μέλλον μου και τους ξαναφορτωθώ. Σαφώς στην οικογένειά μου καθένας κάνει τις σκέψεις του, ο καθένας έχει τα προβλήματά του και τα κρατάει για τον ίδιο (άσχετα αν εσύ γνωρίζοντας μόνο του ενός νομίζεις ότι έχεις γνώση αυτών και των άλλων δύο- ή μάλλον της απουσίας αυτών). Η διαφορά τώρα είναι ότι η μάνα μου ξέσπασε. Αν ο αρχηγικός χαρακτήρας της μάνας μου την είχε αφήσει να δεχτεί καμιά συμβουλή πριν από χρόνια, κάτι θα μπορούσε να είχε σωθεί. Το σπίτι μας μού μοιάζει περισσότερο κτήριο σαν παρά οικογένεια, συνεπώς στις διακοπές που μας βίωσες ίσως είναι όπως όταν άτομα πάνε να μοιραστούν το χρόνο τους ο ένας με τον άλλον και αντιμετωπίζουν δυσκολίες συμβίωσης και συμβιβασμού. Αν η μητέρα μου είχε οικοδομήσει από παλιά μια υγιή σχέση μαζί μου δεν θα ήταν τίποτα στην οικογένεια όπως τώρα και ούτε εσύ θα ήσουν εδώ να με κατσαδιάζεις με τέτοιο θάρρος. Και δεν θα σου είχε δώσει ο πατέρας μου το δικαίωμα να τον αποκαλέσεις ιδιότροπο τσάμπα μάγκα, έτσι απλά, νομίζοντας πως τον έχεις ψυχολογήσει με τόση επιτυχία. Τα προβλήματα του δεν θα τα καταλάβεις ούτε με τρία διδακτορικά στην κλινική ψυχολογία. Τον λυπάμαι, δεν τον νιώθω αλλά στενοχωριέμαι, και προσπαθώ καμιά φορά να του κάνω παρέα. Τον λυπάμαι γιατί ξέρω ότι έχει αγάπη κάπου μέσα του και δεν μπορεί λόγω της αρρώστιας να την αισθανθεί και να την εξωτερικεύσει. Τον λυπάμαι που μόνο καπνίζει και βολτάρει, υποφέρει και δεν μπορεί να επικοινωνήσει, όμως του αρκεί αν βρίσκεται ανάμεσά μας και αυτό η μάνα μου το γνωρίζει παρόλο που εσύ προσπαθείς να την πείσεις ότι είναι απλά άξεστος. Η συμπεριφορά της μάνας μου προς τον πατέρα μου δεν πρέπει να είναι τόσο ιδανική όσο νομίζεις, γιατί ο πατέρας μου τη δική μου παρέα αναζητά, θέλει να πηγαίναμε για καφέ, να κάνουμε καμιά συζήτηση, και μου το δείχνει άσχετα αν αυτός το κάνει για τον εαυτό του και εμένα δε μου βγαίνει ανταπόκριση. Δεν τον έχω δει ποτέ στη ζωή μου να κλαίει. Δεν καταλαβαίνω γιατί είναι πιο άξιο μομφής να αντιδρά κανείς για όσα του συμβαίνουν με λεκτική επιθετικότητα απ' ότι με το κλάμα.
Ποιό είναι το νόημα που με περιλαμβάνεις στο mail σου; Mε τον πατέρα μου δεν μπορώ να έχω σχέσεις, ενώ με τη μάνα μου δεν ενδιαφέρομαι να έχω και το βρίσκω υποκριτικό και απο τις δυο μεριές να αρχίσει αυτό τώρα. Επίσης, θα αρχίσουμε όλοι να ζητάμε πράγματα που ο άλλος μάλλον δεν μπορεί να δώσει. Και αν έχει προσπαθήσει να μιλήσει στον πατέρα μου, όσον αφορά εμένα όχι μόνο δεν μου είπε ποτέ για τα προβλήματά της, αλλα πάντα όταν της μιλάω εγώ για το οποιοδήποτε θέμα είναι αδιάφορη και βαριέται ή να την εκνευρίζω. Δεν προσπάθησαν να με προσεγγίσουν ποτέ σαν γονείς από όταν σταμάτησα να είμαι παιδί γιατί, όταν είδαν πως άρχισα να μπορώ να κρίνω, ξέκοψαν από εμένα και αποφάσισαν ότι τα προβλήματά που ένιωθα (ή οι χαρές μου) δεν τους αφορούν πια, για να μην κριθούν. Μου στάθηκα λοιπόν η ίδια και γι' αυτό δεν δέχομαι να προσπαθήσουν αναχρονιστικά τώρα και άσκοπα να αναλάβουν ρόλους, όταν εθελοτυφλούσαν εγωιστικά ή ανήμπορα όταν το χρειάστηκα. Πλέον δεν μπορώ να συνάψω σχέση με άτομα για τα οποία έχω μαζεμένη τόση κριτική από πικρία, για τα οποία νιώθω κάποιο οίκτο παράλληλα. Αν αναρωτιέσαι τι επίπτωση θα έχει το γράμμα σου στη συμπεριφορά μου απέναντι στη μάνα μου, αυτή λογικά θα είναι να μην της μιλάω πια εντελώς-καθόλου, διότι αν έπαιρνε χαμπάρι τι αισθάνομαι γι αυτήν, εγώ το παιδί της, ο λόγος που την έχει αναγκάσει να υπομείνει τόσα στη ζωή της και να νιώσει τόσο δυστυχής, πιθανώς θα έπρεπε να την κοιτώ να καταρρέει. Καλύτερα απλά να την αφήνω να νομίζει ότι έχω κακό χαρακτήρα. Δεν είναι αγένεια, δεν είναι αχαριστία, είναι επιβεβλημένη απάθεια από μένα για μένα. Τι κι αν έχει παλέψει να μου προσφέρει έναν ευκατάστατο τρόπο ζωής; Όλη μου την παιδική ηλικία ο πατέρας μου μου φερόταν εντάξει, όσο μπορούσε, και η μάνα μου μου έδινε τα προσφιλή σε σένα μαθήματα ζωής της ζώνης. Στο γράμμα δεν κάνεις καμία κριτική γι αυτήν, νομίζεις πως δεν έχει κάνει λάθη και βιάζεσαι να τα ρίξεις σε εμένα; Όταν δεν ένιωθα αυτό που τώρα ξέρω πως είναι παραμέληση, εγώ έπαιρνα τα "δώρα" του χτυπήματος και της τιμωρίας στη γωνία μέρα παρά μέρα, χωρίς να ξέρω γιατί, με έναν πατέρα απόντα, χωρίς αδέρφια να τους ανοιχτώ και να παρηγορηθούμε, λες και φταίω εγώ για όσα τραβάει η μάνα μου. Πάντα θα έχω σημάδι στο δάχτυλό μου από το τηλέφωνο με το οποίο προσπαθούσε να με πετύχει στο κεφάλι τη στιγμή που εγώ προσπαθούσα να προφυλαχτώ με τα χέρια μου. Ο... άγγελος κατά τη γνώμη σου συνήθιζε να κυνηγάει ένα μικρό παιδί, ένα μικρό κορίτσι, για να το χτυπήσει!!! Δεν είναι για χάρη της καλοπέρασης λοιπόν που δεν έχω κάτσει να καταλάβω τι νιώθει η μάνα μου, απλά δεν μου βγαίνει ακόμα και όταν τη βλέπω να κλαίει. Στην Αθήνα δεν φωνάζω στη μάνα μου διότι εκ των πραγμάτων δεν βλεπόμαστε και μου αρέσει έτσι. Συχνά όταν ακούω τα κλειδιά του σπιτιού κάθομαι στον υπολογιστή για να μην μου πιάσουν κουβέντα ή τις νύχτες παριστάνω πως κοιμάμαι. Φάρος για μένα μόνο η γιαγιά μου από τη Ρουμανία, το μόνο οικογενειακό μέλος του οποίου έχω την φωτογραφία στο δωμάτιό μου, την οποία θαυμάζω και που όταν τη συλλογίζομαι βρίσκω σε αυτήν πολλές αποδείξεις που ψάχνω.
Χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια από τους γονείς μου για να αντιληφθούν πως δεν έχω αναίδεια αλλά χρόνιο συσσωρευόμενο θυμό, για όλα όσα έγιναν από τύχη και για όλα τα λάθη τους που εγώ πλήρωσα; Ανέλαβα από μικρό παιδί με αφέλεια την αποστολή να είμαι καλή κόρη για να ανακουφίσω τους γονείς μου με το να δέχομαι φωνές και χτυπήματα από τη μάνα μου, αδιαφορία για τον πατέρα μου, και την επιλογή της -ευκολότερης γι' αυτούς- προσφοράς υλικών αγαθών μπας και δεν σκοτίζομαι. Λέει επιγραμματικά και η Κική Δημουλά: "Χρόνο θέλει αυτός ο μύθος της αγάπης, γιατί πρόκειται περί μύθου. Η αγάπη είναι δηλαδή, πώς να σας το πώ... είναι ένα θύμα του σωματέμπορα εγωισμού μας. Εγώ πόσο μπορεί να σας αγαπώ, επί πόσο, αν δεν με αγαπάτε; Επί πόσο...; Και ακόμη αν με αγαπάτε, πόσο πολύ μπορώ να σας αγαπώ; Όχι επί πολύ. Αλλά εγώ θα σας πώ αυτό: Εάν με δέρνετε, πόσο θα σας αγαπώ; Nαι, πάρα πολύ την επομένη, και την άλλη μέρα ακόμα περισσότερο, και την άλλη μέρα πιο πολύ που με δέρνετε, γιατί ο βασανισμός κάνει πάρα πολύ καλό στα αισθήματα... πάρα πολύ καλό. Αλλά όχι, όχι για πολύ... Στη σωστή δοσολογία. Κάπως πρέπει ο άλλος, ο βασανιστής, να ξέρει τις δόσεις. Επειδή λοιπόν δεν τις ξέρουν, γι' αυτό συμβαίνουν στιγμιαία αυτά τα φαινόμενα των παθών. Αυτά είναι πλέον τα πάθη." Yπάρχει λόγος που δέχεται να "χορεύει στο ρυθμό μου" η μάνα μου, διότι κατά βάθος ξέρει πως φέρει ευθύνη για το πώς συμπεριφέρομαι. Φυσικά και νιώθω ότι μου χρωστάνε, κάθε στιγμή, και ακόμα και αν κάποτε σταματήσει να με επηρεάζει όλο αυτό συνειδητά στη ζωή μου, πάλι δεν θα μου το έχουν ξεπληρώσει. Πού τελειώνει το δικό τους φταίξιμο; Θα έχει σημασία πια όταν θα έχω συγχωρέσει; Θα έχω όντως συγχωρέσει ή απλά θα κάνω τον εαυτό μου να το νομίσει, κουρασμένη πια να σχετίζομαι μαζί τους;
Ο λόγος που απαντώ δεν είναι επειδή νιώθω ότι χρωστάω εξηγήσεις σε κάποιον που δεν ξέρω αλλά, καθώς αυτό το γράμμα θα σου δώσει τροφή για περαιτέρω προβληματισμό, θα επιχειρήσεις να ξανασυμβουλέψεις σχετικά τη μάνα μου η οποία, καθώς σε ακούει αλλόγιστα υπάκουα (σε φάση αν της πούμε κάτι διαφωνεί και αν το πεις εσύ συμφωνεί), αναπνέει Κίμωνα, είναι ερωτευμένη με τον Κίμωνα, θα υιοθετήσει χωρίς σκέψη τις "λύσεις" του και τελικώς θα κάνει εμένα μια ώρα αρχύτερα να φύγω από το σπίτι και να κόψω κάθε επαφή. Όχι σαν διαπαιδαγώγηση αλλά από επιλογή ζωής, και μου έρχεται να το κάνω τώρα κιόλας όταν βλέπω ότι σε αφήνει να προσπαθήσεις να μου επιβληθείς. Γιατί, ενώ ξέρει πως οι συγκεκριμένες της επιλογές δημιούργησαν την συγκεκριμένη κατάσταση, δέχεται να βάλλεις ο ίδιος εναντίον ενός αρρώστου και ενός μέχρι πριν λίγα χρόνια παιδιού, δεν το καταλαβαίνω. Και αν πάλι όπως λες στο τέλος δεν θέλει να με αισθάνεται παιδί της ή ντρέπεται για μένα, διπλάσια η δική μου ντροπή για την οικογένειά μου. Αισθάνεται απογοητευμένη; Εγώ στη θέση της θα αισθανόμουν τυχερή που το παιδί μου δεν είναι χειρότερα. Μα το θεό Κίμωνα το ότι σε εμπιστεύεται η μάνα μου δεν σου δίνει κανένα απολύτως δικαίωμα να κουνάς μπροστά στο πρόσωπό μου το δάχτυλο επικριτικά ή να έχεις την εντύπωση ότι είμαι υποχρεωμένη να περάσω από την έγκρισή σου. Θαρρείς πως σου ταιριάζει να είσαι ο πεπειραμένος συμβουλάτορας που θα διδάξει τους γονείς μου να είναι γονείς; Τι ρόλο έχεις αυτοβούλως αναθέσει στον εαυτό σου σε σχέση με την οικογένειά μου; Η ιδέα μου για σένα άλλαξε κατεύθυνση 180 μοιρών και δεν φοβάμαι μην το πάρεις άσχημα γιατί τα αισθήματα είναι αμοιβαία. Λαμβάνω έντονα την εντύπωση ότι δεν έχεις πλήρη επίγνωση της σχέσης που έχετε με τη μητέρα μου. Είτε λόγω αφέλειας είτε λόγω απειρίας κοινωνικής συναναστροφής δεν αντιλαμβάνεσαι επαρκώς το πώς σε βλέπει. Ούτε το πώς την επηρεάζεις. Δεν την βοηθάς να σταθεί στα πόδια της αλλά την κάνεις να κρύβεται πίσω σου. Έχει εναποθέσει από καιρό τα πάντα σε σένα (πχ τη δευτέρα μας πάσαρε τα γράμματά σου χωρίς κουβέντα, χωρίς να πει τη γνώμη της, να διαφωνεί ή να συμφωνεί), η περαιτέρω πνευματική απομόνωση και εξάρτηση την αποδομεί μέρα με τη μέρα, εκτός αν απομονωθεί και σωματικά.
Δεν νομίζω ότι είναι δυνατόν να υπάρξει πραγματική κατανόηση μεταξύ εμού και της οικογένειάς μου γιατί έχουμε όλοι πληγωθεί πολύ και για καιρό. Αυτό που πάντα περίμεναν από μένα ως κόρη τους είναι να τους ενώνω όταν τίποτα πια δεν τους κρατάει. Όντως, αν μπορέσουν να διορθώσουν τη σχέση τους, θα καταλάβουν πως το ότι με χώρεσαν ανάμεσά τους είναι που τους προκάλεσε τα προβλήματα. Αν αύριο έρθουν και μου πουν να τους αφήσω ήσυχους και να την κάνω από το σπίτι, θα το κάνω την ίδια μέρα. Κάτι τέτοιο θα ήταν πιο εύκολο να βιώνω άλλωστε. Και αν έχουν απαιτήσεις επειδή εκπλήρωσαν την υποχρέωση να με μεγαλώσουν, όπως ξέρω ότι έχει ο πατέρας μου, θα γυρίσω όταν γεράσουν να μεριμνήσω γι' αυτούς και να τους το ξεπληρώσω. Αν αφεθώ να πέσω στην αυτολύπηση για όσα μου συμβαίνουν εξαιτίας της οικογένειάς μου χάθηκα και γι' αυτό προσπαθώ να διατηρούμαι δυνατή. Αλλά μέσα στην άγνοιά σου συμπονείς τους γονείς μου για τη διαλυμένη τους σχέση και βλέπεις σε εμένα μια παράταιρη ύπαρξη για την οποία πρέπει να ντρέπονται αν δεν μπορούν να την αλλάξουν. Ελπίζεις ότι με τον εμπαιγμό σου προς εμένα θα πείσεις τον πατέρα μου για ποια στάση πρέπει να κρατήσει απέναντί μου, έτσι; Κράτα για τον εαυτό σου τη γνώμη πως το μόνο που μου αξίζει σαν άνθρωπος είναι ακόμα περισσότερη παραμέληση γενικότερα και οι γονείς μου θα πρέπει να νοιαστούν να μου τη δώσουν. Κανείς δεν μου φέρθηκε πιο ψεύτικα και άσχημα από σένα. Αυτό που θα ωφελούσε και στους δυο γονείς μου θα ήταν να αποκτήσει ο καθένας έναν διαφορετικό κοινωνικό περίγυρο, καθώς είναι οι ίδιοι τόσο διαφορετικοί, όπως προσπαθώ να κάνω και εγώ και είμαι στην λιγότερο άσχημη κατάσταση από τους τρεις μας, να προσπαθήσουν να βρουν τον εαυτό τους και να μην προσδιορίζονται ο ένας σε σχέση με τον άλλον, και από κει και πέρα να δουν αν κάνουν μαζί ή όχι. Αλλά αυτά είναι λόγια που δεν ξέρω αν προσωπικά μπορείς να αντιληφθείς.
Έκλαψα αρκετά ενώ έγραφα την απάντηση αυτή. Ξέρω πως η συμπεριφορά των γονιών μου απέναντί μου θα χειροτερεύσει με αυτά που λες για μένα στο γράμμα σου και ίσως προσπαθήσουν εκ νέου να με εγκλωβίσουν βαθύτερα στις δικές τους αδυναμίες. Το εδώ και καιρό σχέδιο μου να πάω στο Παρίσι και να αποδείξω στον εαυτό μου ότι υπάρχει ζωή αποκομμένη συναισθηματικά και σωματικά από αυτή την οικογένεια απομακρύνεται. Με πνίγει ο θυμός με το θράσος σου και με την αδικία που η οικογένειά μου δεν αναγνώρισε, και κανείς άλλος δεν γνωρίζει (γιατί δεν έχω κλαφτεί σε κανέναν γι' αυτό) πόσο πάλεψα μέσα μου να μην με σύρουν στον πάτο όλα αυτά, τα τελευταία χρόνια μάλιστα συνειδητά και καθημερινά. Έχω κοπιάσει περισσότερο από άλλους που στην ηλικία μου μόνο αν έβγαιναν έξω και δούλευαν στη λάντζα ή σερβιτόροι θα ένιωθαν τις απειλές της ζωής. Παρόλα αυτά, εγώ δεν θα τολμήσω να αποτραβηχτώ, γιατί έχω πολλή χαρά να εξερευνήσω. "To μυαλό είναι ένας θεός ο οποίος δημιουργεί τον κόσμο από την αρχή. Αναπληρώνει, αντικαθιστά. Είναι φοβερό το τι κάνει ένα μυαλό, και πώς παλεύει με τις στερήσεις, και πώς διορθώνει σαν τον μεγαλύτερο αισθητικό τις ασχήμιες, και πώς τις παρακάμπτει... Είναι απίστευτο. Και πώς κρατάει αυτά τα αφηνιασμένα και σπασμένα ηνία της ελπίδας.. γιατί ενώ η λογική λέει, δεν υπάρχει ελπίδα βρε αδερφέ, ναι αλλά... ελπίζεις. Μα είναι τρελό, ελπίζεις! Υπάρχει ελπίδα; Εκείνος που κάνει τη μεγαλύτερη κατανάλωση της ελπίδας, τη μεγαλύτερη, είναι ο απαισιόδοξος, στους οποίους ανήκω. Αλλιώς, δεν θα είχε τα κότσια να είναι απαισιόδοξος. Και είναι πάρα πολύ σωστό αυτό που λέω. Τη μεγαλύτερη κατανάλωση.., αλλά το κάνει κρυφά και ύπουλα... είναι υποκριτής. Μέσα δηλαδή σε αυτή την απόλυτη θλίψη μου και αυτή την απόλυτη δυσπιστία μου και αμφισβήτησή μου για όλα, λέω δεν μπορεί, κάτι τρέχει... κάτι είναι, κάτι είναι αλήθεια, κάτι είναι ωραίο. Αυτού του είδους την ελπίδα. [Ακόμα και ότι ενδέχεται να μην πεθάνω. Φτάνω ως εκεί. Αλίμονο, αν δεν το σκεφτώ, δεν θα ήμουν εδώ απόψε, θα 'λεγα γιατί να πάω αφού θα πεθάνω.]"
Βάζοντας τις σκέψεις μου όσο μπορώ σε σειρά σ' αυτό το γράμμα, καταλήγω πως θα ήταν δυνατή η τήρηση μιας τυπικής ευγένειας προς τους γονείς μου υπό την προϋπόθεση ότι μου έχει εξασφαλιστεί η επικοινωνία με την απουσία υψωμένων τόνων εναντίον μου που πρώτοι αυτοί άρχισαν και ότι κρατούνται οι αποστάσεις. Δεν ζητάω πολλά, δε ζητάω κατανόηση.
Ακόμα και αν ξαναδιαβάσεις όσα έγραψα, αν κάτσεις να το φιλοσοφήσεις παραπάνω, κάποτε θα αναγκαστείς να δεχθείς πως για κάποια πράγματα θα μείνεις αδαής. Φυσικά όπως είπα μπορείς να συνεχίσεις να κρίνεις άμα έτσι αισθάνεσαι ωραία, εφόσον όμως τα κρατάς μέσα σου. Μη μου ξαναπείς μόνο να αλλάξω γιατί ο εαυτός μου είναι το μεγαλύτερό μου στήριγμα για ό,τι κάνω στη ζωή μου.
Δεν αναμένω απάντηση. Ούτε από σένα ούτε από κανέναν. Oύτε ζητάω, ούτε περιμένω. Δεν θέλω να ξέρουν τι αισθάνομαι, δεν θέλω να αποκτήσω προσδοκίες. Πόσο ακόμα θα μου τρώτε την ζωή με αυτή την υπόθεση, αφήστε με στην ησυχία μου πια.
Απάντησή μου στην Ελένη
Πριν το mail που έλαβα δεν είχα και τίποτα μαζί σου και η κίνησή σου να βοηθήσεις θα μπορούσε να θεωρηθεί καλής θελήσεως. Αν και δεν έχεις κάνει δική σου οικογένεια, νοείς εαυτόν ειδήμονα και απορείς που η δική μου δεν καταλαβαίνει τι της γίνεται.
Δεν έχω κάνει δική μου οικογένεια, γεννήθηκα κι εγώ όμως σε μια οικογένεια και έζησα σ’ αυτήν για πολλά χρόνια. Δεν έπεσα απ’ τον ουρανό σε αυτό τον κόσμο. Έζησα τα πάθη, την επιθετικότητα, το ξύλο, την τιμωρία στη γωνία, τις αυτόματες αρνητικές αντιδράσεις και τέτοια στοιχεία που μπορούν να κάνουν μια οικογένεια δυσλειτουργική.
Βέβαια έπεσες μέχρι το σημείο να γράψεις στον πατέρα μου ότι η μάνα μου πιστεύει πως κληρονομώ την αρρώστια του, αλλά και στην ίδια ότι πρέπει να με χτυπήσει.
Δεν της είπα ότι πρέπει να σε χτυπήσει. Της είπα όμως ότι πρέπει να έχει αρκετή αυστηρότητα ώστε να συμπεριφέρεσαι με ευπρέπεια. Μήπως θα έπρεπε να συνεχίζει να πληγώνεται από τη συμπεριφορά σου και να κλαίει και να μην κάνει τίποτα;
Στον δε πατέρα σου (δηλαδή στο κοινό προς εσάς γράμμα) απλώς ανέφερα ότι η Λίτζια συνδέει στο μυαλό της την ασθένεια του πατέρα σου, τη συμπεριφορά του πατέρα σου και τη δική σου συμπεριφορά, και φοβάται ότι μπορεί να υπάρχει σε σένα μια γενετική προδιάθεση προς αυτή την κατάσταση. Δεν υπάρχει τίποτα σε αυτή την παρατήρηση για το οποίο, πιστεύω, θα έπρεπε να ντραπεί κανείς. Εγώ είχα θείο σχιζοφρενή και οι γονείς μου φοβούνταν για πολλά χρόνια μήπως έχω «κληρονομήσει» κάτι, ιδιαίτερα μάλιστα εφόσον είχα κι ένα ενδιαφέρον για τις μεταφυσικές εμπειρίες.
Αυτό δεν είναι ειλικρίνεια αλλά θράσος.
Πραγματικά δεν βλέπω πού βρίσκεται το «θράσος». Άλλωστε εγώ είπα ότι αυτό (δηλαδή η άσχημη συμπεριφορά σου) που εκείνη φοβάται ότι θα μπορούσε να είναι σήμα γενετικής προδιάθεσης, κάποιος άλλος θα το περιέγραφε ως απλή έλλειψη καλού χαρακτήρα. Αυτή η παρατήρηση (όπως και όλες οι άλλες) είναι ανοιχτή σε αναθεώρηση, ανάλογα με το τι feedback θα μου δώσεις κι εσύ στην πιθανή απάντησή σου. Αναγνωρίζω τώρα ότι έχεις πολλά απωθημένα, κι επίσης ότι έχεις μεγάλο ψυχικό πλούτο και ψυχικές ποιότητες. Αλλά συνεχίζω να μην μπορώ να δω την (συμβαίνουσα μπροστά στα μάτια μου) συμπεριφορά σου ως έκφραση καλού χαρακτήρα.
Είτε έχω δίκιο είτε όχι, δεν πρόκειται για θράσος.
Απαντώ αντιστοίχως και μιλάω εκ μέρους μου. Καταρχάς συγχαρητήρια που με ευκαιρία την φιλοξενία μας δεν δίστασες να απομνημονεύσεις τη συμπεριφορά μας, Όταν υποστηρίζεις μια θέση, είναι απαραίτητο να φέρεις παραδείγματα. Δεν μπορείς απλώς να μεταφέρεις μια εντύπωση. Πρέπει να προσέξεις να σκιαγραφήσεις με ακρίβεια τα συγκεκριμένα γεγονότα, για να γίνει γλαφυρό στους άλλους το τι και το πώς, και να ψάξουν το γιατί.
να μας κάνεις χάρισμα ψυχολογική γνωμάτευση
Η ψυχολογική γνωμάτευση που έκανα ήταν πολύ «αντιεπαγγελματική». Στηρίζεται στην πεποίθηση πως ο άνθρωπος, παρά τα διάφορα προβλήματα που μπορεί να έχει –συναισθηματικά, ψυχικά κ.ά.-, μπορεί όμως να έχει πάντα καλή καρδιά και καλή προαίρεση και να δρα ανάλογα. Περισσότερο από ψυχολογική γνωμάτευση, είναι ηθική στάση. Δεν πιστεύουν όλοι οι άνθρωποι ότι η ηθική αναιρείται και ορίζεται από τη βιολογία. Είναι δυνατό να πιστεύεις ότι η καλή προαίρεση και η ηθική στάση έρχονται από ένα βαθύ και απόρθητο επίπεδο της ζωής του ανθρώπου.
και να μοιράσεις γιατρικά για την αρρώστια που μας δέρνει ομαδικώς,
Δεν είναι δική μου άποψη ότι είσαι άρρωστη. Είναι φόβος της Λίτζια ότι η ακραία αντιδραστικότητα που δείχνεις θα μπορούσε να συνδέεται με μια γενετική προδιάθεση. Ίσως αν ήθελα να κάνω τον έξυπνο, θα έλεγα: «Η καημένη η Ελένη, είναι άρρωστη». Αντίθετα, λέω: «Δεν βλέπω γιατί η Ελένη να μην μπορεί να είναι τόσο ηθική στη συμπεριφορά της όσο ο οποιοσδήποτε άλλος.» Και λέγοντάς το αυτό, σε τιμώ και σε ανεβάζω, γιατί πιστεύω σε σένα.
Δεν πιστεύω όμως ότι η τωρινή σου συμπεριφορά είναι η σωστή και η κατάλληλη, ότι είναι ηθική και ότι πραγματικά βοηθάει τη ζωή σου.
Μήπως θα έπρεπε να το κρύψω αυτό;
Το πώς θα επεξεργαστείς εσύ τη θέση μου είναι άλλο θέμα, δικό σου θέμα.
όμως θα πρέπει να ραγίσω την ολοκληρωμένη σου εικόνα που νομίζεις πως αποτυπώνει την πραγματικότητα, τουλάχιστον όσον αφορά εμένα. Τι σ' έκανε να νιώσεις τόσο οικεία ώστε να νομίζεις ότι θα δω εποικοδομητικά αυτά που λες προσβάλλοντας και ειρωνευόμενος; Ή μήπως να πω τι σε θόλωσε;
Αν υπονοείς ότι με θόλωσε το παρουσιαστικό σου, μπορώ να σε διαβεβαιώσω πως δεν συνέβη καθόλου αυτό. Αν ήταν να θολώνομαι από το παρουσιαστικό των γυναικών, δεν θα είχα περάσει ολόκληρη ζωή χωρίς σεξ και χωρίς αυνανισμό. Είναι κάτι που το έχω ξεπεράσει. Αυτή είναι η απλή αλήθεια.
Στο γράμμα μου προς εσάς έγραψα ότι δεν νομίζω πως μπορώ να κάνω τη διαφορά αλλά θεωρώ καθήκον μου να πω τα πράγματα με το όνομά τους. Δεν έχει σχέση με κάποια οικειότητα. Οικειότητα υπάρχει στο βαθμό που καταλαβαινόμαστε. Μαζί σου οπωσδήποτε δεν τη θεωρούσα καθόλου δεδομένη, καθότι δεν αισθανόμουν ότι υπάρχει κάποια ιδιαίτερη επικοινωνία μεταξύ μας ή ενδιαφέρον από εσένα προς εμένα.
Και άλλωστε, το ίδιο ακριβώς γράμμα έστειλα προς τον πατέρα σου. Μήπως ήθελα να τον πηδήξω και αυτόν;
Η ανεξαρτησία μου από το ερωτικό υλικό στοιχείο ήρθε στην ηλκία των είκοσι τριών, μετά την παρέμβαση του Θεού και την είσοδο μέρους της ενέργειάς του στο σώμα μου. Όταν η ενέργεια του Θεού πάλλεται μέσα σου, δεν υπάρχει ανάγκη για οργασμό, διότι η οργασμική ενέργεια (η υλική) πάλλεται μέσα στο νου σου.
Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν λέω: «Α, ωραία αυτή η κοπέλα», όπως και για τη δική σου περίπτωση. Αλλά είμαι μάλλον σαν τον έμπειρο οινοπότη που προτιμά να απολαμβάνει μόνο τα εκλεκτά και πολύ παλιά κρασιά. Αντιλαμβάνεται ότι και ο χυμός σταφυλιού είναι καλός, αλλά μένει με την προτίμησή του.
Όσον αφορά στα όσα έγραψες για μένα ένα introduction μου στο προφίλ μου στο facebook θα αποκάλυπτε περισσότερα από όσα νομίζεις πως έχεις ανακαλύψει (αν κρίνω ότι η μάνα μου συμφωνεί μαζί σου τότε επιβεβαιώνομαι πως το ίδιο ισχύει και γι' αυτήν).
Με τη διαφορά ότι το intro στο facebook το γράφεις εσύ. Δεν περιμένει λοιπόν κανείς να βρει εκεί ερωτήματα του τύπου: «Γιατί είμαι τόσο επιθετική; Γιατί είμαι τόσο εριστική; Γιατί δημιουργώ προβλήματα στη ζωή των άλλων; Γιατί τους κάνω να κλαίνε;» Τα intro στο facebook δείχνουν πάντα την όμορφη πλευρά μας, γιατί εκφράζουν την εικόνα που θέλουμε να έχουμε για τον εαυτό μας.
Επομένως, δεν γνωρίζεις τίποτα για μένα πέρα από τα όσα σου έχει πει η ίδια η οποία επίσης δεν γνωρίζει τίποτα.
Όταν την κάνεις να υποφέρει, αυτό το γνωρίζει. Μπορεί να μη γνωρίζει σε όλο του το πλάτος τη δικαιολογία που βρίσκεις για τον εαυτό σου, εφόσον αυτή είναι δικό σου δημιούργημα.
Άτομα με τα οποία έχω δεθεί με τρόπο που να τα νιώθω κοντά μου αντίθετα από τους ίδιους μου τους γονείς δεν γνωρίζουν την κατάσταση, και εσύ σε μια βδομάδα, έχοντας ακούσει μόνο τη μια οπτική της ιστορίας, πιστεύεις πως είσαι σε θέση να βγάλεις συμπεράσματα σε σημείο ώστε, παρά την υποκειμενικότητα αυτή, να πειστείς ότι βρήκες τη λύση;
Δεν πείστηκα ότι βρήκα αναγκαστικά τη λύση. Παρουσιάζω την εικόνα όπως εμφανίζεται μπροστά στα μάτια μου. Είμαι ανοιχτός σε feebback, περαιτέρω σκέψη, και πιθανή μερική ή ολική αναθεώρηση.
Αλλά έχω δει αρκετά για να πειστώ ότι η συμπεριφορά σου είναι προβληματική, κι αυτό όχι γιατί έχω ακούσει «μόνο τη μια οπτική της ιστορίας», αλλά γιατί έχω τη δυνατότητα να παρατηρώ και να αντιλαμβάνομαι τι συμβαίνει μπροστά στα μάτια μου.
Αν σε έβλεπα να σκοτώνεις άνθρωπο, μήπως θα έπρεπε να περιμένω πολύ πριν αποφασίσω ότι κάνεις σφάλμα;
Ναι, μπορεί να έχεις τα απωθημένα σου, μπορεί να σε απάτησε με μία άλλη, μπορεί μπορεί μπορεί...
Αλλά λοιπόν, τότε και τι; Είναι δικαιολογία αυτό;
Έπεσες έξω. Καταρχάς θα σου εξηγήσω γιατί τα παραδείγματα στο Γύθειο στα οποία βάσισες την ετυμηγορία σου για μένα είναι όλα παρεξηγήσεις (λογικό). Νομίζεις ότι η μάνα μου φέρεται στους άλλους όπως σε σένα; Όταν ρωτάω κάτι τους γονείς μου συχνά απαντούν την τέταρτη ή πέμπτη συνήθως φορά αλλά όταν το κάνει η μάνα μου, και με απαξιώνει κιόλας μπροστά σε ξένους, με ενοχλεί ακόμα περισσότερο.
Πρέπει να προσέξεις και το ύφος σου όμως. Άλλο ρωτώ με κανονικό τόνο, κι άλλο περνώ τον άλλο από ανάκριση ή του μιλάω νευριασμένα και επιθετικά. Για παράδειγμα, όταν φώναζες για το κλουβί του κουνελιού, λίγο πριν αποχωρήσουμε από το Γύθειο, ήσουν νευριασμένη και επιθετική γιατί δεν είχαν πάρει ένα μικρότερο κλουβί. Απευθύνθηκες στη μάνα σου σχετικά με αυτό, πιστεύοντας ότι εκείνη το είχε αγοράσει. Όταν σου είπε ότι δεν το αγόρασε εκείνη, τη ρώτησες ποιος το αγόρασε. Σου απάντησε με μια πρόταση που άρχιζε με τη φράση «όποιος το αγόρασε», η οποία σε νευρίασε ακόμα περισσότερο. Όταν έμαθες ότι το αγόρασε ο Γιώργος, της σχολίασες νευριασμένα ότι έπρεπε να σου είχε πει έτσι απλά «το αγόρασε ο πατέρας σου», αντί να σου πει «όποιος το αγόρασε», υπεκφεύγοντας να απαντήσει. Δεν σκέφτηκες όμως ότι μπορεί να μην σου έδωσε μια ευθεία απάντηση λόγω της επιθετικότητας της συμπεριφοράς σου – μπορεί, ας πούμε, να μην ήθελε να σε κάνει να στραφείς και να κατηγορήσεις τον Γιώργο.
Συχνά κάνουμε λάθη τα οποία προκαλούν βεβιασμένες καταστάσεις εξωτερικά, και βλέπουμε το αποτέλεσμα της συμπεριφοράς μας χωρίς να έχουμε επίγνωση της ίδιας της συμπεριφοράς.
Πιστεύεις αλήθεια ότι η επιθετική αυτή συμπεριφορά σε «στηρίζει» και σε βοηθά να ζεις καλύτερα; Αυτό που φαίνεται να συμβαίνει στον αντικειμενικό παρατηρητή είναι ότι οξύνει τις καταστάσεις και σας κάνει να ζείτε πολύ χειρότερα.
Και εσάς, και τον όποιο μουσαφίρη εκτίθεται σε αυτήν, καθότι έχει διαρκώς την αίσθηση ότι βρίσκεται σε πεδίο μάχης.
Κατανοώ τα απωθημένα σου. Τα σέβομαι. Ειλικρινά. Αλλά δεν πιστεύω ότι αυτή η στάση δικαιολογείται ή ότι σε βοηθάει.
Πέραν της επιθετικής σου στάσης, τι θα μπορούσε να κάνει τη μητέρα σου να μην απαντάει όταν της λες κάτι; Δεν έχει κανένα τέτοιο «σύστημα», όσο το αντιλαμβάνεται εκείνη (τη ρώτησα). Αν βλέπεις πράγματι αυτό να συμβαίνει, τότε τη στιγμή που συμβαίνει πρέπει να της το παρατηρήσεις. Μην της επιτεθείς όμως. Υπάρχουν και άλλοι τρόποι συμπεριφοράς εκτός από το να ρίχνουμε σε κάποιον το γάντι και να τραβάμε το ξίφος.
Την πρώτη φορά δεν γνώριζα ότι διαλογίζεστε,
Δεν το γνώριζες, αν όμως είχες κατεβεί για να μας πει καλημέρα και να μας χαρίσεις το πρωινό σου χαμόγελο, which would go a long way towards making our day, αντί να κάνεις μια βιαστική και οξύηχη αναγγελία από τη σκάλα, τότε θα το είχες προσέξει.
όσο για τη δεύτερη φορά που κατέβηκα, θεώρησα από τη φωτό ότι το βαθούλωμα ήταν στο δικό μας αμάξι και πως κάτι τέτοιο είναι πιο σοβαρό από άλλη μια ενατένιση, και απαίτησα εξηγήσεις λόγω θυμού επειδή ξέρω πως μου το έκρυψε μη θέλοντας να εκτεθεί που, ενώ έκανε σε μένα τόσες παρατηρήσεις και με μείωνε σε σημείο να μην ξαναδεχτεί να μπει μαζί μου στο αμάξι, τελικά εκείνη το τράκαρε.
Όλες οι θεωρίες και οι ερμηνείες σου λάθος. Πρώτον, το βαθούλωμα δεν ήταν στο καμπριολέ. Δεύτερον, δεν ήταν πιο σοβαρό από μια άλλη ενατένιση (που είναι καθαυτό ένας αμαθής και προκατειλημμένος τρόπος να αναφερθείς στο διαλογισμό, όπως θα εξηγήσω σε άλλο σημείο του γράμματος), εφόσον θα μπορούσες να το είχες πληροφορηθεί σε κάποια άλλη στιγμή. Τίποτα δεν επρόκειτο να αλλάξει αν μας χαλούσες το διαλογισμό (και τη μέρα). Μήπως θα ίσιωνε το βαθούλωμα αν ρωτούσες εκείνη τη στιγμή; Τρίτον, δεν είναι ο θυμός αιτία για να προβάλλεις απαιτήσεις. Ο θυμός είναι αιτία για να ασκήσεις την αυτοκυριαρχία σου, να σκεφτείς πολιτισμένα και λογικά, να νοιαστείς τον άλλον και να βάλεις τον εαυτό σου σε τάξη μέσω της αυτεπίγνωσης. Τέταρτον, δεν είχε διάθεση να «κρύψει» οτιδήποτε. Σε μια πρόσφορη στιγμή θα στο έλεγε. Δεν είχε υπάρξει τέτοια στιγμή την προηγούμενη μέρα, εφόσον αμέσως μόλις γυρίσαμε εσύ πήρες το αμάξι και εξαφανίστηκες, και την επόμενη μέρα ξύπνησες με το κανόνι στο χέρι. Πριν ακόμα προλάβει να τελειώσει την άσκησή της, είχες αρχίσει τις βολές. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν αντιλαμβανόταν ότι εσύ μπορεί να γινόσουν επιθετική άμα στο έλεγε. Ποιος βλέπει μια τίγρη και την παίρνει για ελάφι; Απλά δεν είχε σκοπό να στο κρύψει. Πέμπτον, οι «παρατηρήσεις» που έκανε σε εσένα ως συνοδηγός (ήμουν μπροστά) δεν είχαν καμιά απολύτως επικριτική διάθεση. Ήταν απλές συμβουλές που τις έδινε για να αισθάνεται πιο σίγουρη ότι έχει δώσει στο παιδί της τα απαραίτητα εφόδια για να μη σκοτωθεί στο δρόμο. Σου το εξήγησα αυτό και τότε που ήμασταν στο αμάξι. Γιατί επιμένεις να την παρερμηνεύεις και να την σκιαγραφείς λάθος; Ο κάθε γονιός θα θελήσει να δώσει στα παιδιά του συμβουλές όταν βρίσκονται στο πρώτο στάδιο της δραστηριότητάς τους ως οδηγοί. Αντί να αναγνωρίσεις την καλή θέληση και το ενδιαφέρον που δείχνει για σένα, παρά τις υποδείξεις και παραινέσεις των καλοπροαίρετων παρευρισκομένων δίνεις αρνητικές, ανακριβείς, παράλογες ερμηνείες. Έκτον, δεν ξαναδέχτηκε να μπει μαζί σου στο αμάξι γιατί η συμπεριφορά σου προς αυτή, όταν ήταν μέσα στο αμάξι και σου έδινε συμβουλές, κάνοντας αυτό που (πιστεύω σωστά) έβλεπε ως καθήκον της, ήταν τόσο έξαλλη, ώστε δεν ήθελε να περάσει ξανά από την επιθετική μανία σου. Αυτό στο εξήγησε. Σου το είπε ότι δεν ξαναέρχεται στο αμάξι («για ένα μήνα», αν θυμάμαι καλά ήταν όπως το εξέφρασε) λόγω της σχετικής συμπεριφοράς σου προς αυτήν (αντιδραστικότητας). Αλλά εσύ επιμένεις να το παίρνεις προσωπικά, να το παίρνεις εγωιστικά, να φαντάζεσαι ότι οι παρατηρήσεις σε «μείωναν» και να υπερασπίζεσαι την αδιάντροπη, παράλογη και ακραία συμπεριφορά σου.
Γιατί τόσος εγωισμός; Μήπως ανακηρύχθηκες η καλύτερη και πιο έμπειρη οδηγός του κόσμου και φοβάσαι ότι θα χάσεις τον τίτλο; Πώς αλήθεια σε «μειώνουν» οι συμβουλές της; Γιατί δεν συντονίζεσαι και δεν συνεργάζεσαι με τους γύρω; Η μάνα σου δεν είναι οι «γύρω»; Μόνο οι φίλοι σου είναι οι γύρω, στους οποίους λες ότι είσαι ανοιχτή;
Ξαναλέω ότι κατανοώ τα απωθημένα σου. Αλλά θα πρέπει να τα ξεπεράσεις. Για το καλό το δικό σου, καθώς και της δικής σας οικογενειακής ζωής.
Επίσης, η μάνα μου μου 'χε πει πριν φύγουμε από το Γύθειο πως δυσκολεύεται να οδηγήσει το αμάξι του πατέρα μου και τίποτα για ασφάλειες, ενώ το έχει οδηγήσει μαζί μου στο παρελθόν.
Μην ξεχνάς ότι ο πατέρας σου έχει τις δικές του ώρες. Φεύγει όποτε θέλει. Αν πάμε για μπάνιο, θα κάτσει σε ένα καφενείο μόνος του, δεν θα έρθει μαζί μας, και μετά θα θέλει να πάρει το αυτοκίνητο και να γυρίσει σπίτι. Λοιπόν ακόμα κι αν την άφηνε να οδηγήσει το αυτοκίνητο, ο πατέρας σου θα ήταν καλό να κρατήσει το αμάξι του για δικό του.
Φυσικά, μπορούμε να το κανονίσουμε μεταξύ μας (δηλαδή εσύ κι η μητέρα σου) ώστε να παίρνεις το αμάξι όταν το θέλεις, και παράλληλα να υπάρχει και για κείνη, όταν το χρειάζεται. Αλλά ο διακανονισμός χρειάζεται να γίνει ήρεμα, φιλικά, χωρίς απαιτητικό στυλ ομιλίας. Αυτό εννοούσα όταν έλεγα ότι η Ελένη απαιτεί και σου ορίζει τις συνισταμένες μέσα στις οποίες σου επιτρέπει να ζεις. Ότι φέρεται σαν πασάς, αντί να φερθεί σαν κόρη που αγαπά τη μάνα της.
Αλλά λες ότι δεν αγαπάς τη μάνα σου, γιατί έχεις απωθημένα. Πάω πάσο. Τι να πω;
Και απαιτούσε, όταν της είπα πως θα κοιμηθώ στη φίλη μου το τελευταίο βράδυ, να το φέρω στις 9 νταν με 3 ώρες ύπνο και κίνδυνο να πάθω ατύχημα. Λες και το μπάνιο σας αξίζει να παίζεις με κάτι τέτοια.
Βασικά, εγώ δεν αναφέρθηκα σε αυτό. Αλλά μια που το αναφέρεις: Την ξύπνησες στις τρεισήμισι η ώρα το βράδυ για να της πεις ότι θα κοιμηθείς στη Θάλεια, ενώ η συμφωνία σας ήταν να είναι το αυτοκίνητο εκεί στις εννιά. Λοιπόν, μεταξύ ύπνου και ξύπνιου, απλά σου επανέλαβε τι είχατε κανονίσει. Το αν θα ερχόσουν κατευθείαν πίσω ή θα το κανόνιζες κάπως αλλιώς δεν υπήρχε καν χρόνος να το σκεφτεί.
Μάθε να μην συμπεριφέρεσαι με τέτοιους ακραίους και εγωιστικούς τρόπους. Μάθε να συνεργάζεσαι και να συντονίζεσαι με τον άλλον. Μάθε να έχεις καλούς τρόπους, να συζητάς καλοπροαίρετα, και όλα αυτά τα μεταμεσονύχτια προβλήματα θα λυθούν.
Το να έρχεται ξαφνικά η μάνα μου και να κλαίει μπροστά μου είναι περίεργο από τη στιγμή που δεν μου έχει εξηγήσει τίποτα
Δεν έρχεται να κλαίει ξαφνικά μπροστά σου. Της μίλησες άσχημα, έκλαψε και σου είπε ότι φταίει η συμπεριφορά σου. Και εσύ αντί να νοιαστείς, της είπες ότι το κλάμα είναι «τα περίεργά της» κι έφυγες (αργότερα) για τα ξενυχτάδικα του Γυθείου, αφήνοντάς την απαρηγόρητη. Εξού και το σχόλιό μου ότι όταν εσύ διασκεδάζεις στα ξενυχτάδικα και ο πατέρας σου ροχαλίζει ή βλέπει τηλεόραση, πρέπει εγώ να προσπαθώ να ηρεμώ και να παρηγορώ τη μητέρα και σύζυγό σας.
Τι ντροπή για εσάς!
και επειδή στα είπε τώρα εσένα εγώ γνωρίζω εξ' ορισμού τι σκέφτεται. Ισχύει ότι δεν της δίνω ψυχική επαφή, αλλά το εάν δεν είμαι διατεθειμένη είτε αδυνατώ δεν σε αφορά.
Με αφορά στο βαθμό που χρειάζεται να διορθώσω στην ψυχή της τα λάθη που εσείς κάνετε, τη σκληρότητα, αδιαφορία κι επιθετικότητα που δείχνετε. Αυτό σημαίνει ότι από τη μία χρειάζεται να συμβουλέψω αυτή ώστε να σταματήσουν να συμβαίνουν αυτά, από την άλλη χρειάζεται να δώσω και σε εσάς τις ίδιες συμβουλές.
Τώρα, το αν οι συμβουλές είναι σωστές ή τι, αυτό είναι άλλο θέμα. Ένας άνθρωπος είμαι και κάνω το καλύτερο που μπορώ. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να κάθομαι στα αυγά μου και να σιωπώ, ιδιαίτερα μάλιστα όταν αυτά συμβαίνουν μπροστά στα μάτια μου.
Σεβαστείτε τη δική μου ψυχική ηρεμία, αν όχι τη δική της. Ζήστε για δυο βδομάδες σαν σωστοί άνθρωποι.
Τέλος, θεώρησα απαράδεκτο που ενώ προσπαθούσε με χίλια ζόρια να με πείσει να έρθω στο Γύθειο ενώ δεν ήθελα, μη τυχόν νιώσει φιλοξενούμενος ο πατέρας μου μέσα στο ίδιο του το σπίτι όσο σκόπευε να μείνει αποτραβηγμένη μαζί σου, τελικά μας έγραψε ακόμα περισσότερο.
Δεν υπάρχει θέμα αποτραβήγματος. Επιζητούμε και των δυο σας την παρέα. Τη δική σου παρέα την είχαμε για κάποιο διάστημα, εφόσον πηγαίναμε για μπάνιο μαζί και έτρωγες μαζί μας και συζητούσαμε. Μετά άρχισες τους θυμούς με το αμάξι, άρχισαν οι διαπληκτισμοί και τα πράγματα χάλασαν και απομακρύνθηκες. (Αυτός είναι ένας λόγος που πιστεύω ότι δεν πρέπει κανείς να δίνει σπορ αμάξι σε ανώριμο παιδί, γιατί αποκτά υπερβολική προσκόλληση σε αυτό.)
Όσο για τον πατέρα σου, η Λίτζια δεν έπαψε μέχρι τέλους να τον παραινεί να πάμε για μπάνιο. Μέχρι του σημείου που της έλεγα να σταματήσει να τον ενοχλεί τον άνθρωπο, γιατί αυτός έκανε νευριασμένα σχόλια. Λοιπόν της έλεγα να τον αφήσει στην ησυχία του και ό,τι και να κάνει δεν θα αλλάξει στάση, αλλά εκείνη έλεγε ότι δεν θέλει να τον βλέπει μόνο. Στο σπίτι πάλι ο πατέρας σου ήταν ο ίδιος αποτραβηγμένος από τη Λίτζια, καπνίζοντας ή βλέποντας τηλεόραση ή κοιμώμενος (που είναι άλλωστε γενικά η πρακτική του).
Λοιπόν ποιος αποτραβήχτηκε, εμείς ή εσείς;
Ή μήπως θέλεις να κάθεται η Λίτζια μόνη της στην κουζίνα, ο Γιώργος να κοιμάται στο μέσα δωμάτιο ή να έχει ανοιχτή την ενοχλητική τηλεόραση ή να καπνίζει (όπως ξέρεις, τον καπνό η Λίτζια προσπαθεί να τον αποφύγει γιατί έχει κόψει το κάπνισμα και αυτό δεν το σέβεται πάντα ο Γιώργος), εσύ να λείπεις ή να διαβάζεις ή να κοιμάσαι ή να είσαι θυμωμένη ή με άλλο τρόπο να απουσιάζεις, και η Λίτζια να αδιαφορεί για το γεγονός ότι ο καλός της φίλος βρίσκεται στο σπίτι και μπορούν να κάνουν παρέα;
Δεν θα ήταν περίεργη και παράλογη μια τέτοια στάση;
Μέχρι να καταφέρετε να μετατρέψετε τη Λίτζια σε διακοσμητικό αντικείμενο του σπιτιού, μπορεί να συνεχίσει να κάνει πράγματα που σας ξενίζουν.
Και γιατί νομίζεις επέμενε η Λίτζια τόσο να έρθεις στο Γύθειο, εφόσον σκόπευε «να απομονωθεί με τον Κίμωνα»; Έχεις κάποια λογική απάντηση για αυτό;
Ας σημειώσω, επίσης, ότι εγώ δεν πήγα στο Γύθειο για να κάνω διακοπές με τη Λίτζια αλλά για να κάνω μια άσκηση έκθεσης του σώματός μου σε υψηλή θερμοκρασία (της είχα μάλιστα ζητήσει να του το πει του Γιώργου αυτό). Τώρα, αποδείχθηκε ότι η θερμοκρασία ήταν έτσι κι αλλιώς τόσο υψηλή ώστε ούτε κατά διάνοια δεν μπορούσα να ανάψω και φωτιά από πάνω. Λοιπόν σκέφτηκα να φύγω· καθότι εγώ ποτέ δεν κάνω διακοπές (ΠΟΤΕ) και θα μπορούσα μια χαρά πχ να φύγω για το σπίτι μου στην Αθήνα και να κάνω μεταφράσεις πνευματικών ομιλιών για το ίντερνετ ή ό,τι άλλο. Το σπίτι μου θα είχε και κρύο νερό στις ντουσιέρες, και πραγματικά υπέφερα από τη ζέστη (εγώ, που είχα σκεφτεί αρχικά να ανεβάσω τη θερμοκρασία ακόμα πιο πάνω – τι αστείο!). Αλλά είχα δεσμευτεί να κρατήσω το κουνέλι σου, και ήξερα ότι αν ακύρωνα, το κουνέλι θα έπρεπε να περάσει ένα μήνα φυλακισμένο σε κάποιο κλειστό κλουβάκι σε ένα pet shop. Λοιπόν δεν μου έκανε καρδιά να γίνω τώρα αιτία να φυλακιστεί έτσι το κουνέλι, και κάθισα τις μέρες που ήσασταν στην Τουρκία. Τις πρώτες μέρες τις πέρασα πολύ άσχημα, γιατί δεν είχα τι να κάνω (και έβραζε και ο τόπος, όπως είπα). Μετά βρήκα τι να κάνω, και τελικά έμεινα και την υπόλοιπη περίοδο, μετά την επιστροφή των γονιών σου.
Λοιπόν όχι μόνο δεν υπήρχε, όπως εξήγησα, πρόθεση να «αποτραβηχτούμε σε απομόνωση», αλλά ούτε καν είχε γίνει πρόγραμμα να κάνουμε διακοπές μαζί. Τελικά, όπως ήρθαν τα πράγματα, αυτές είναι οι πρώτες διακοπές που έχω κάνει την τελευταία εικοσαετία ή τριακονταετία. Για παράδειγμα, καθ’ όλη τη διάρκεια των πανεπιστημιακών μου σπουδών, περνούσα όλο το καλοκαίρι διαβάζοντας στο σπίτι. Και μετά, ως δάσκαλος γιόγκα, περνούσα ΟΛΟ τον ελεύθερο χρόνο μου μεταφράζοντας πνευματικά βιβλία. Και νωρίτερα, επειδή ο πατέρας μου ήταν πάντα πολύ νευρικός όταν, ως παιδί, πήγαινα διακοπές μαζί του, στα δεκαπέντε μου αποφάσισα να μην ξανακάνω διακοπές μαζί του και δεν ξανάκανα.
Δεν έχω τη συνήθεια να πηγαίνω διακοπές το καλοκαίρι. Ούτε καν το σκέφτομαι.
Λοιπόν ούτε διακοπές προγραμμάτισα, ούτε «διακοπές με τη Λίτζια» προγραμμάτισα, ούτε «διακοπές σε απομόνωση με τη Λίτζια» προγραμμάτισα. Απλώς συνέβη να βρεθώ στο ίδιο σπίτι με μια οικογένεια που τα μέλη της απομονώνονταν το ένα απ’ το άλλο, και η φίλη μου μου έκανε παρέα. Είμασταν ανοιχτοί σε εσάς και θα κάνατε πιο πλούσια την παρέα μας, αλλά ο καθένας το χαβά του. Ο ένας απουσιάζει έτσι κι αλλιώς, ο άλλος ήταν αρχικά μαζί μας (και καταθέτω ότι περνούσαμε ωραία!) και μετά μας εγκατέλειψε.
Κατόπιν αυτών προχωρώ στην απάντησή μου. Το πόσο γελαστή είμαι δεν το ξέρεις. Είπα ότι δεν είσαι γελαστή; Εγώ σχολίασα τον τρόπο που συμπεριφέρεσαι στη μητέρα σου. Δεν αμφιβάλλω ότι με τους φίλους σου μπορεί να είσαι τελείως διαφορετική. Έτσι συμβαίνει συνήθως.
Δεν με έχεις δει να μιλάω ούτε με φίλους ούτε με γνωστούς παρά με έχεις γνωρίσει στο περιβάλλον των γονιών μου που απεχθάνομαι. Τι ακριβώς να μου προκαλέσει θετικότητα;
Η ηθική και η πηγαία μας αγάπη είναι αυτά που προκαλούν θετικότητα. Αν περιμέναμε να βρούμε τη θετικότητα από έξω, τι θετικότητα θα ήταν; Θετικότητα σημαίνει να μπορείς να αλλάζεις το αρνητικό, το κακό, το στρυφνό, το περίεργο και το ύπουλο, σε φωτεινή ποιότητα που φέρνει ίαση και χαρά.
Απλά προσπαθώ να είμαι όσο λιγότερο μίζερη μπορώ και, στην ηλικία που πλέον βρίσκομαι, να μην με εμποδίζει στην κανονική μου ζωή. Νομίζεις ότι είμαι αχάριστη, κακομαθημένη,
Η συμπεριφορά σου, το ύφος σου, ο τόνος σου και η επιθετικότητά σου είναι πανομοιότυπα με αυτά των καλομαθημένων παιδιών.
ακόμα και ανήθικη (?)
Χωρίς ερωτηματικό.
Ποιος ηθικός άνθρωπος θα συμμαχούσε με τον πατέρα του για να διώξει τη μάνα του απ’ το σπίτι;
Είσαι στενόμυαλη, μικρόψυχη και κακόψυχη. Κατά στιγμές, είσαι ένα προσωποποιημένο σκοτάδι.
Ντροπή σου.
Τουλάχιστον αυτά τα λόγια θα σε ξυπνήσουν? (είναι εδώ που μπαίνει το ερωτηματικό)
αλλά μην ανησυχείς, και το λεωφορείο έχω προφανώς χρησιμοποιήσει και χρησιμοποιώ ακόμα, και κοπιάζω για πράγματα πιο δύσκολα και σημαντικά από το πλύσιμο πατάτας.
Το κάθε πράγμα έχει τις δικές του δυσκολίες. Οι διάφορες δουλειές έχουν τις δικές τους δυσκολίες, και μη νομίζεις ότι είναι πιο εύκολες από τη φοίτησή σου στο πανεπιστήμιο. Έχω δουλέψει σε εργατικές δουλειές που ήταν πολύ δύσκολες σωματικά, και γνωρίζω εκ πείρας ότι δεν ήταν καθόλου πιο εύκολες από τη φοίτησή μου στο πανεπιστήμιο. Η μεγαλύτερη ίσως δυσκολία σε ένα τέτοιο τρόπο ζωής, είναι όμως ότι δεν παρουσιάζει κανένα ενδιαφέρον για το μυαλό, είναι τρομερά ανιαρός και σε οδηγεί σε αίσθηση αδιεξόδου. Βγάζεις τρομερά λίγα χρήματα, έχεις υπέρογκο οικονομικό άγχος όχι μόνο για το παρόν αλλά και για τη μετέπειτα ζωή σου. Ας πούμε δούλευα στα Glue τα ρούχα ως βοηθός αποθηκάριος και μετά η επιχείρηση έκλεισε. Ήταν μια μεγάλη επιχείρηση με δεκάδες παραρτήματα στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, και όμως έκλεισε. Πού θα πας να βρεις δουλειά σε μια άρρωστη αγορά; ποιο θα είναι το μέλλον σου; θα μπορείς να πληρώσεις τα έξοδά σου αύριο; σήμερα; Όταν είσαι φοιτητής και σε φροντίζουν οι γονείς σου (αν σε φροντίζουν και δεν δουλεύεις), ζεις μέσα στην ελπίδα, ζεις με την αγάπη για το περιεχόμενο των σπουδών σου, που όσο και αν γίνεται ίσως ανιαρό που και που, είναι ασύγκριτα πιο ευχάριστο όμως από το πλύσιμο πατάτας. Δεν είναι το θέμα αν είναι πιο «σημαντικό» να πλένεις πατάτες ή να διαβάζεις για τις σχέσεις μεταξύ κρατών. Και το point μου ήταν ότι ζώντας έτσι για δύο χρόνια, θα αντιλαμβανόσουν πόσο τυχερή είσαι να μπορείς να απολαμβάνεις αυτή την προστασία και αυτή τη βοήθεια στη ζωή σου. Και φυσικά, δεν το ανταποδίδεις με κανένα τρόπο στους γονείς σου. Νομίζεις ότι το ανταποδίδεις επειδή προσπαθείς να είσαι καλή στις σπουδές σου; Αυτό μόνο σε εσένα θα κάνει καλό και σε κανέναν άλλον. Οι γονείς σου δεν θέλουν από σένα να τα καταφέρεις επαγγελματικά προκειμένου «να μην τους φορτωθείς και στο μέλλον», αν και είναι βέβαια φυσικό ο κάθε άνθρωπος να κινείται προς την οικονομική ανεξαρτησία. Ούτε σου έχουν βάλει οι γονείς σου κάποιον «όρο» για να μην σε διώξουν απ’ το σπίτι. Αλλά βέβαια θέλουν πράγματι να διαβάζεις, γιατί ξέρουν τι είναι καλό για σένα: να χρησιμοποιήσεις την αξιόλογη διάνοιά σου για να μπορέσεις να σταθείς στα πόδια σου στη ζωή.
Και καθένας κοντινός έχει να πει πως πάντα δίνω
Στην πνευματική κουλτούρα, σε διάφορες θρησκείες, όπως ινδουισμό, χριστιανισμό..., υπάρχει ο ακόλουθος κανόνας: δίνε το 10 τοις εκατό των εσόδων σου σε κάποιους απ’ τους οποίους δεν πρόκειται να πάρεις τίποτα πίσω (ούτε φιλικότητα), σε κάποιους που δεν γνωρίζεις ούτε το όνομά τους. Με αυτό τον τρόπο, φυσικά, μπορείς να δίνεις μόνο σε κοινωφελή ιδρύματα. Ο γκούρου μου είχε δημιουργήσει ένα τέτοιο ίδρυμα, που είχε βραβευτεί από το κράτος της Ινδίας για την φιλανθρωπική του προσφορά στις φτωχές γυναίκες και τα φτωχά παιδιά μιας περιοχής της Ινδίας, και μας έλεγε: δίνετε, δίνετε, δίνετε. Έχω μεταφράσει διάφορα βιβλία στα οποία μιλά για αυτά τα πράγματα και για την πνευματική σημασία τού να δίνεις όχι στον φίλο σου (π.χ. να τον κερνάς το ποτό όταν κάθεστε στο μπαρ) και στο μέλος της οικογένειάς σου, αλλά σε αυτόν που το έχει περισσότερο ανάγκη, στο παιδί που λιμοκτονεί, στη χήρα που έμεινε χωρίς εισόδημα και τραβά τα μαλλιά της από την αγωνία. Μικρές προσφορές σε αυτούς τους δυστυχισμένους μπορούν να δημιουργήσουν θετικότητα και στοργή σε έναν ιδιοτελή και συμφεροντολογικό κόσμο, αλλά δεν νοιαζόμαστε να τις κάνουμε.
Μα τι λέμε; Εδώ δεν μπορούμε καν να παρηγορήσουμε τη μητέρα μας όταν την κάνουμε να κλαίει.
Γιατί;
Γιατί έχουμε απωθημένα. Αυτός μάς φαίνεται επαρκής λόγος.
υλικά- συναισθηματικά- πνευματικά, πως είμαι εκεί για να ακούσω, να βοηθήσω, πως κατανοώ.
Κοίταξε πρώτα να κατανοήσεις τον εαυτό σου, να κατανοήσεις γιατί συμπεριφέρεσαι όπως συμπεριφέρεσαι, γιατί δεν μπορείς να ξεπεράσεις την πικρία και τη μνησικακία από τη βία που δέχτηκες ως παιδί.
Δεν λέω ότι είναι εύκολο. Κατανοώ ότι έχει κάποια δυσκολία. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να μπεις στη διαδικασία (μέρος της οποίας είναι να μην ενδίδεις στις εκδικητικές σου τάσεις και να συμπεριφέρεσαι όπως πρέπει).
Για να σου δείξω ότι αυτό είναι εφικτό, θα σου πω τη δική μου ιστορία.
Έτρωγα κι εγώ πολύ ξύλο ως παιδί, και φύλαγα κι εγώ «σκοπιά» στον τοίχο. Δεν πιστεύω, όπως δηλώνεις όταν λες ότι αυτές οι μέθοδοι είναι «προσφιλείς» σε μένα, ότι αυτές είναι σωστές συμπεριφορές από την πλευρά των γονιών. Το ξύλο που έφαγα από τη μητέρα μου εκείνη τη μέρα το δικαιολόγησα στη βάση ότι είχα πράξει εγωιστικά και χρειαζόταν κάτι που θα με ξυπνήσει. Άλλο αυτό και άλλο το να υπάρχει, έτσι γενικώς, «βία στο σπίτι». Λοιπόν ήμουν πολύ θυμωμένος. ΠΑΡΑ ΠΟΛΥ. Γι’ αυτό αρχικά πήγα κι έμεινα στο άσραμ, στην ηλικία των δεκαοχτώ, για τρεις μήνες. Γιατί έψαχνα ένα τρόπο να ξεπεράσω τον ίδιο μου τον θυμό. Και η πνευματική δασκάλα, η Σουάμι Σιβαμούρτι, μου είπε ότι γι’ αυτό ακριβώς υπάρχουν τα άσραμ, για να σου προσφέρουν ένα περιβάλλον στο οποίο να μπορείς να απομονωθείς για λίγο από τα διάφορα ερεθίσματα και να συγκεντρωθείς στις ατέλειές σου, στο τι σε κάνει ζωώδη, επιθετικό, αρνητικό, δυστυχισμένο κ.ο.κ. Όπως το έθεσε, «πρέπει να παλέψεις με τον ίδιο σου τον νου». Και, όταν ήμουν στο άσραμ, ένιωθα τόσο να με κατακλύζει ο θυμός, ώστε έπεφτα κάτω και ούρλιαζα. Το ίδιο κι ένα χρόνο αργότερα, στο άσραμ της Ινδίας, όπου έμεινα για πέντε μήνες, ούρλιαζα (μόνος μου) τόσο δυνατά ώστε ακουγόταν, μέσα στη σιγαλιά της νύχτας, στη διπλανή κωμόπολη και με είχαν προειδοποιήσει ότι μπορεί να έρθει να με πάρει η αστυνομία. Το θέμα όμως είναι ότι με το πρόγραμμα της εργασιοθεραπείας που προσφέρεται στο άσραμ (το οποίο χρησιμοποιείται ως πρακτική και στη σημερινή ψυχολογία) και με τη γιόγκα, καθώς και με την έμπνευση και τη σωστή καθοδήγηση που προερχόταν από την πνευματική δασκάλα του κέντρου, τελικά κατόρθωσα και ξεπέρασα το θυμό μου. Αυτό σημαίνει ότι βιώνω το θυμό σε μεγάλο βαθμό ως μια δημιουργική ενέργεια, αντί ως κάτι που με παίρνει σε αρνητικές σκέψεις και συμπεριφορές. Δεν χάνω την αγάπη από την καρδιά μου, ακόμα κι όταν νιώθω θυμό (που φυσικά νιώθω σε κάποιες περιπτώσεις, όπως είναι ανθρώπινο). Κοινώς έχω «δουλέψει» με τον θυμό μου και τον χρησιμοποιώ αντί να με χρησιμοποιεί. Αυτό λέγεται mind management και σύγχρονες ψυχολογικές θεραπείες, όπως η cognitive psychotherapy, έχουν τέτοια στοιχεία στη διαδικασία τους. Αυτά που σου λέω εγώ σχετικά με τη μητέρα σου είναι βασικά στοιχεία mind management, βασικά πράγματα σχετικά με το πώς να κυριαρχήσεις στον εαυτό σου και να ορίσεις την ψυχολογική σου ζωή. Δεν εννοώ ότι θα έπρεπε να υποκριθείς. Υπάρχει πραγματικός τρόπος να δουλέψεις με το θυμό σου, και αν έχεις τη διάθεση να εκτεθείς σε πνευματικές και ψυχολογικές θεραπείες, μπορώ να σε καθοδηγήσω.
Πως τους φίλους μου με οικονομικά προβλήματα τους κερνάω,
Με τα λεφτά των γονιών σου, τους κερνάς ένα ποτό. Δεν νομίζω να θυσίασες ποτέ την μπριζόλα σου για να φάει ο πεινασμένος. Στην πραγματικότητα, είσαι τόσο προσκολλημένη στην μπριζόλα σου, ώστε δημιουργείς προβλήματα στο σπίτι επειδή δεν βρίσκεις τα φαγητά ok. Κάτσε μάθε να μαγειρεύεις τι φαγητό σού αρέσει. Πες της υπηρέτριας τι να σου μαγειρέψει. Τόσο δύσκολο είναι;
τους βγάζω έξω με το αμάξι γιατί οι γονείς τους δεν έχουν καν χρήματα για βενζίνη, Δηλαδή πάτε βόλτα.
ξέρω τι περνάνε και ποτέ δεν τους κάνω να αισθανθούν άβολα.
Όπως κάποιους άλλους.
Παράλληλα, δεν τους έχω φορτώσει ποτέ με τα πιο σοβαρά μου προβλήματα,
Αυτό δεν ξέρω αν είναι καλό. Πού και που είναι καλό να ανοίγουμε την καρδιά μας. Όχι μόνο για εμάς αλλά και για τον φίλο μας. Βγαίνει για λίγο από τον προσωπικό του κόσμο και αντιλαμβάνεται μια πιο ευρεία άποψη της πραγματικότητας.
με στηρίζουν μόνο με την παρέα τους.
Οι βαθιές συζητήσεις είναι μέρος της παρέας. Αλλιώς τι είναι παρέα; Απλώς να περνάς την ώρα σου; Παρέα είναι να εμβαθύνεις στα δύσκολα, μαζί με κάποιον άλλον.
Φυσικά, δεν μπορεί η κάθε παρέα να συντονιστεί.
Δεν έχω τσακωθεί μαζί τους ούτε τους έχω αλλάξει για άλλους. Τους δίνομαι αλλά τους έχω και ανάγκη, όπως συμβαίνει με όλες τις φιλίες.
Φυσικά και τους έχεις ανάγκη. Αλλιώς γιατί να είσαι μαζί τους; Δεν πας να κάνεις παρέα σε μια μοναχική γριά σε ένα γηροκομείο ή σπίτι, γιατί αυτή τι θα έχει να σου προσφέρει;
Στο άσραμ υπάρχει ένα τέτοιο πρότζεκτ. Το άσραμ συντονίζει διάφοροι σουάμι ή άτομα που μένουν έξω να κάνουν τέτοιες εξορμήσεις σε ιδρύματα. Πάνε για παράδειγμα σε φυλακές, ορφανοτροφεία κλπ, και δίνουν στους έγκλειστους ρουχισμό, υποστήριξη, αγάπη, ελπίδα. Ένα χαμόγελο. Δεν περιμένουν τίποτα από αυτούς. Οι άνθρωποι αυτοί δεν έχουν τίποτα να τους προσφέρουν. Ούτε καν πρόκειται να τους ξαναδούν. Δεν έχουν «προσωπική σχέση» μαζί τους, δεν είναι η παρέα τους. Δεν θα λάβουν ποτέ ένδειξη ενδιαφέροντος από αυτούς που έχουν χάσει τα πάντα και βρίσκονται σε χάος. Αλλά η προσφορά μάς βγάζει από το προσωπικό μας στενό κόσμο και μας ανοίγει.
Μια ευχαριστήρια και γεμάτη ευγνωμοσύνη επιστολή ενός ορφανοτροφείου προς το άσραμ μού δόθηκε και μετέφρασα πριν λίγους μήνες.
Συγχώρεσέ με, αλλά είναι εύκολο, όταν έχεις επιλέξει η ζωή σου να περιστρέφεται γύρω από τη διάσπαση της λακτόζης και το daydreaming, να κρίνεις αυτούς που ρίχτηκαν στην πάλη για να φτιάξουν όσα εσύ Κίμωνα απέρριψες από τη δική σου ζωή με τον εύκολο τρόπο,
Μια που πιστεύεις ότι η ζωή μου δεν έχει προσφορά, σε παραπέμπω στη σελίδα http://www.youtubetranslations.gr/#!content/11/%CE%9C%CE%BF%CF%85%20%CE%B3%CF%81%CE%AC%CF%88%CE%B1%CF%84%CE%B5 , όπου θα βρεις δεκάδες επιστολές ευχαριστίας που μου έχουν στείλει επισκέπτες του σάιτ μου, οι οποίοι βρήκαν ότι οι ηθικές και πνευματικές διδασκαλίες τις οποίες μεταφράζω συνεισφέρουν θετικά στη ζωή τους. Σε προκαλώ να μου βρεις ένα (ΕΝΑ) ελληνικό σάιτ που έχει δεχτεί τέτοιες θερμές και εγκάρδιες ευχαριστίες. Σε προκαλώ.
Να τρία παραδείγματα:
"Θέλω δημόσια να σε ευχαριστήσω για τα βίντεο που μεταφράζεις, και ιδιαίτερα για όσα δίνουν γνώση και δύναμη στους ασθενείς μου που πίνουν φάρμακα και έχουν καρκίνο και προσπαθώ να τους δώσω κατεύθυνση για έναν σωστότερο τρόπο ζωής και αφαρμάκου ιατρικής. Να είσαι ευλογημένος. Ό,τι βοήθεια μπορώ να προσφέρω, θα το κάνω με ευχαρίστηση και ευγνωμοσύνη."
Μαργατίνα Αθηνά, Παθολόγος-τοξικολόγος, σύμβουλος βοτανοθεραπείας, τηλ 2394300434, κινητό χουάτς 6980653139, επικοινωνία 13:00-22:00, nutrihealer2010@yahoo.gr
"Νιώθω απίστευτη ευγνωμοσύνη για την εργασία σου. Είναι σαν να είμαστε κοντά σου και να μας διδάσκεις μέσω νοητικών εικόνων! Το νιώθω ότι έχω ακόμη πολύ δρόμο και ότι κάτι νέο απλώνεται μπροστά μου! Βελτιώθηκα σαν άνθρωπος, βελτιώθηκαν οι σχέσεις μου με την γυναίκα μου και τους γύρω μου, έχω αλλάξει κατεύθυνση στη ζωή μου και νιώθω ευτυχία με τα πιο απλά πράγματα! Έχω διαβάσει το secret και το κλειδί της ζωής αλλά η μεγάλη αλλαγή έχει γίνει μέσω της δικής σου δουλειάς! Πραγματικά συγκινούμαι με αυτά που σου γράφουν στην ενότητα "Μου γράψατε". Πλέον βλέπω τόση αρνητική ενέργεια στους ανθρώπους γύρω μου και ξέρω ότι δεν μπορώ να κάνω κάτι γιατί βλέπω ότι τους αρέσει να έχουν κλειστά τα μάτια τους... Το αγαπημένο μου είναι ο διαλογισμός με το κερί γιατί με βοηθάει πολύ να συγκεντρωθώ!
Επιδιώκω την γαλήνη και την ευτυχία. Έχω πάρει κάποιες αποφάσεις στην ζωή μου και μία από αυτές φανερώνεται εδώ:
[...]
Αν αφιερώσεις χρόνο και το δεις θα με χαροποιήσει να διαβάσω την άποψή σου! Σε ευχαριστώ!"
Βαγγέλης
"Ἐχθὲς τὸ βράδυ, ἢ μάλλον τὰ τελευταία βράδια, εἴμαστε συνεχῶς στὸ κανάλι σου, καὶ μαθαίνουμε τὰ ἀπίστευτα καὶ τὰ ὑπέροχα, καὶ ἐπιβεβαιώνουμε ὅλα ὅσα διαβάζαμε ὅλα αὐτὰ τὰ χρόνια. Ἐπιστρέφοντας στὸ σπίτι σὲ σκεπτόμουν, καὶ ἤθελα νὰ σοῦ στείλω ἕνα μήνυμα γιὰ νὰ σὲ εὐχαριστήσουμε ὅλοι μας, γιὰ τὴν οὐσιαστική σου συμβολὴ ὡς πρὸς τὶς ἀλλαγὲς ποὺ βιώνουμε, καὶ πὼς αὐτὲς χάρι ΚΑΙ σὲ ἐσένα, ἔρχονται γιὰ μᾶς μὲ φυσικὸ καὶ ἁπλὸ τρόπο. Γι΄ αὐτὸ λοιπὸν, ἕνα μεγάλο εὐχαριστῶ ἀπὸ ὅλους μας, μέσα ἀπὸ τὴν καρδιά μας. Μεταδίδω σὲ ὅλους ὅσους ἔχουν μέσα τους πρόσφορο ἔδαφος τὶς ὑπέροχες πληροφορίες ποὺ μὲ ἐνθουσιασμὸ παίρνουμε ἀπὸ τὸ φωτεινότατό σου κανάλι, καὶ τοὺς μιλᾶμε γιὰ τὸ ἔργο σου."
Φίλιππος
Υπάρχουν χιλιάδες views των πνευματικών αυτών ομιλιών κάθε μέρα στο Youtube.
Φυσικά, αν τυφλωμένη από την προκατάληψη (καθότι γνωρίζεις για αυτή τη δουλειά που έχω κάνει), προτιμάς να πιστεύεις ότι δεν έχω προσφέρει και η ζωή μου περιστρέφεται γύρω από το κεφίρ, είναι δικαίωμά σου.
Ως προς το ότι ο διαλογισμός είναι daydreaming: Στη ιστοσελίδα μου http://www.youtubetranslations.gr/45_pop_up.htm θα βρεις (αν βάλεις στο ψαχτήρι της σελίδας τη φράση:
Β. ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΓΙΑ ΤΑ ΟΦΕΛΗ ΤΗΣ ΓΙΟΓΚΑ ΣΤΗ ΣΩΜΑΤΙΚΗ ΚΑΙ ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΗ ΥΓΕΙΑ
περικοπές από εκατοντάδες επιστημονικές δημοσιεύσεις για τα ωφελήματα της γιόγκα και του διαλογισμού στην ψυχολογική και φυσική υγεία. Σαφή και συνοπτική τοποθέτηση για τις αποδεδειγμένες ευεργεσίες της γιόγκα θα βρεις από οργανισμούς όπως οι ακόλουθοι:
Εθνικό Ίδρυμα Υγείας
Αμερικανική Καρδιολογική Εταιρεία
Αμερικανική Ακαδημία Ορθοπεδικών Χειρουργών
Αμερικανική Ακαδημία Οικογενειακών Ιατρών
Αμερικανική Αντικαρκινική Εταιρεία
Ελληνική Εταιρεία Εθελοντών και Ασθενών για τη Νόσο Parkinson ΕΠΙΚΟUΡΟΣ ΚΙΝΗΣΗ
Μου λες ότι εσύ και οι φίλοι σου έχετε αρνητική (ή μάλλον πολύ αρνητική) γνώμη για αυτήν. Αλλά τι ξέρετε για αυτήν; Η αλήθεια είναι ότι δεν ξέρετε τίποτα. Δεν διαβάσατε τίποτα για τη γιόγκα. Ούτε την εξασκήσατε ποτέ, έστω και για μία ώρα. Και όμως, νομίζετε ότι μπορείτε να έχετε γνώμη για αυτήν και να την ειρωνεύεστε ως daydreaming (το οποίο μάλιστα μπορούμε και θαυμάσια να διακόψουμε –βίαια- για το πολύ σημαντικότερο εγχείρημα της ανάκρισης της μητέρας μας για το σπορ αμάξι που μας παρέχει – έκανε βαθούλωμα;).
Βέβαια, δεν λέω ότι οι παρέες που κάνεις δεν είναι ποιοτικές απλά και μόνο γιατί είναι προκατειλημμένες ενάντια στη γιόγκα. Απλά και μόνο μία αρνητική μου observation για αυτές δεν φτάνει για να τους δώσω ένα γενικό χαρακτηρισμό. Στην πραγματικότητα, μου κάνει καλή εντύπωση που σχετίζεσαι με κάποιον που παίζει κλασική μουσική (κι εγώ ο ίδιος ήθελα να γίνω πιανίστας κάποτε και είχα πάει στη Γερμανία για να σπουδάσω, μέχρι που πόνοι στα χέρια με ανάγκασαν να σταματήσω). Ούτε περιμένω ότι οι συνομήλικοί σου θα είναι πληροφορημένοι για την πνευματικότητα και απρόσβλητοι στις διάφορες φήμες και αρνητικές προπαγάνδες που κυκλοφορούν μεταξύ κάποιων θρησκευτικών κύκλων στην κοινωνία. Ωστόσο, όπως λες κι εσύ, ο καθένας κρίνεται όταν κρίνει. Και νομίζω ότι είναι εύστοχο τουλάχιστον να κάνω αυτή τη σημείωση εν παρόδω.
να κρίνεις τόσο τις ταραγμένες ζωές των άλλων
Η ταραχή δεν είναι αποκλειστικό γνώρισμα της οικογένειάς σου.
μέχρι που να νομίζεις πως τις ξέρεις και στη συνέχεια να εκφέρεις τη γνώμη σου ανοιχτά. Επειδή όταν κρίνεις κρίνεσαι, θα μπορούσα να είμαι και άλλο "ειλικρινής" σχετικά με το τι πιστεύουμε εγώ και ο περίγυρός μου για τη ζωή και τις επιλογές σου όμως δεν έχει νόημα να μάθεις γνώμες για όσα γνωρίζεις καλύτερα από τον καθένα. Μήπως κάνω κακό σε κανένα επειδή βρίσκομαι στο άσραμ; Μήπως άσκησα βία στο γονιό σου, στον αδερφό σου, στον συντοπίτη σου ή στον φίλο σου; Αν δεν μου εξηγήσεις το νόημα αυτής της κατάκρισης «για όσα γνωρίζω καλύτερα απ’ τον καθένα», δεν μπορώ να σχολιάσω. Όμως είμαι ανοιχτός στην κρίση σου. Στη γιόγκα λέμε: «Ποτέ μην παίρνετε αρνητικά την κρίση των άλλων. If they have a point, it will benefit you, and if they don’t, then why should you be distraught?»
Και όσον αφορά τη ζωή μας, το ανούσιο socializing [κοινωνική αλληλεπίδραση στα κλαμπ] και όλα αυτά που είσαι σίγουρος πως κάνουμε, παρότι δεν έχεις γνωρίσει κανέναν φίλο μου και γενικότερα ξεκομμένος από τη νέα γενιά την οποία προσπαθείς να καταλάβεις μέσα από ντοκιμαντέρ μεσήλικων,
Έλα τώρα, αλήθεια πιστεύεις ότι εγώ γεννήθηκα σε αυτή τη Γη στην ηλικία των σαράντα τεσσάρων; Εγώ δεν ήμουν νέος;
Αλλά δεν πρόκειται ειδικά για τους νέους. Οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν ένα καταναλωτικό, υλιστικό και ηδονιστικό προσανατολισμό στη ζωή (στην πραγματικότητα, αυτός είναι ο βαθύτερος λόγος που απεχθάνονται τους μοναχούς σαν κι εμένα, επειδή οι μοναχοί δεν κάνουν σεξ, λοιπόν είναι «out»). Πήγαινε στα μπαρ και θα δεις αμέσως τον κόσμο να ζαλίζεται και να φτιάχνεται με τα ποτά και τα τραγούδια και μετά να φεύγει για άλλα. Το τι κάνεις εσύ δεν το ξέρω και δεν είναι δουλειά μου. Εγώ απλά είπα ότι εσύ βρισκόσουν σε αυτά τα μέρη και άφηνες την μητέρα σου απαρηγόρητη στο σπίτι με τη θλίψη που εσύ η ίδια με τη συμπεριφορά σου της δημιούργησες. Αν υπήρχε στην έκφρασή μου μια υπόνοια ότι κι εσύ θα είσαι όπως οι περισσότεροι που συχνάζουν στα ξενυχτάδικα, με συγχωρείς.
είτε είμαστε ομαδικώς τρελοί είτε απλώς δεν μπορείς να καταλάβεις τι παίζει.
Φαίνεται από το γράμμα πως δεν γνωρίζεις ποια είναι η σχέση μου με τους γονείς μου, διότι απλά αναφέρεις τη συμπεριφορά μου και του πατέρα μου και όχι το πώς σχετιζόμαστε με τους άλλους (προφανώς, εφόσον δεν σου έχουμε πει τίποτα), παρά μόνο το πώς σχετίζεται η μάνα μου μαζί μας. Τόσο προκατειλημμένος.
Δεν μιλάω για το πώς σχετιζόσαστε με τους άλλους. Τι να πω, αφού δεν το ξέρω. Ναι, μιλάω μόνο για το πώς σχετίζεστε με τη Λίτζια. Αλλά γιατί είναι αυτό προκατάληψη; Αν επιδεικνύετε άσχημες ποιότητες στη σχέση σας με αυτήν, δεν θα έπρεπε αυτές να διορθωθούν;
Εν πάση περιπτώσει να σου πω πώς σχετίζομαι εγώ με αυτούς: πιθανόν μετάνιωσαν που έχω γεννηθεί γιατί τότε άρχισαν οι μπελάδες,
Το γεγονός ότι ο πατέρας σου αρρώστησε έξι μήνες μετά τη γέννησή σου ούτε κατά διάνοια βέβαια δεν σημαίνει ότι αρρώστησε εξαιτίας σου, ούτε και έκανε ποτέ οποιοσδήποτε απ’ τους δυο στο μυαλό του μια σύνδεση αυτού του τύπου. Γνωρίζω ότι οι γονείς σου χαίρονται που σε έχουν και σε αγαπούν πολύ. Γιατί να έχεις αυτή την πεσιμιστική στάση; Μπορεί η μαμά σου να σε έδερνε, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν σε αγαπούσε. Έστω και αυτή η κακή της συμπεριφορά, το ότι σε έδερνε, δείχνει τουλάχιστον κάποιο ενδιαφέρον, γιατί θα μπορούσε να είχε αδιαφορήσει. Σε έδερνε για να σε «διορθώσει», ακόμα κι αν αυτός είναι (εκτός ίσως σπάνιων εξαιρέσεων) ένας ακατάλληλος και μάλλον χείριστος τρόπος να αντιμετωπίζεις ένα παιδί. Παράλληλα να αναφέρω ότι κι εσύ μπορεί να ήσουν εξαιρετικά επίμονη. Είσαι επίμονη ακόμα και τώρα, όταν για παράδειγμα δεν θέλεις να παραδεχτείς σε μένα κανένα λάθος που έχεις κάνει με τη μητέρα σου, κατηγορείς τη γιόγκα και ρίχνεις υπονοούμενα για τη ζωή μου στο άσραμ, και μέχρι και που υπονοείς ότι μου «γυάλισες» και γι’ αυτό βρήκα το θάρρος (ή μάλλον θράσος, όπως πιστεύεις) να σου κάνω επικριτικά σχόλια. Λοιπόν αν είχες αυτή τη «στάση» και τότε με τη μητέρα σου, μπορώ να καταλάβω γιατί εκνευριζόταν. Αυτό δεν σημαίνει ότι θα έπρεπε να σε χτυπά, κι ούτε βέβαια συμβούλεψα εγώ τη μάνα σου σε οποιαδήποτε στιγμή να σε χτυπά, όπως με κατηγορείς στο γράμμα σου. Λέω απλά ότι όταν ο άλλος δεν καταλαβαίνει με το καλό, πρέπει να είμαστε αυστηροί μαζί του και να του αφαιρούμε παροχές, μέχρι να αποφασίσει να δείξει σεβασμό. Αλλά αυτή είναι βέβαια μια λύση έκτακτης ανάγκης. Κάθε λύση η οποία έχει μέσα της την οποιαδήποτε βία, είναι λύση έκτακτης ανάγκης. Οι άνθρωποι πρέπει να κάθονται κάτω μαζί και να ανοίγουν την καρδιά τους. Μόνο έτσι ξεπερνάνε τις μεταξύ τους διχόνοιες. Και πρέπει και ο καθένας, βέβαια, να εργάζεται και προσωπικά για αυτό το σκοπό.
Εμένα μου είχε διηγηθεί μια μέρα η μαμά σου ότι όταν ήσουν παιδί σε είχε δείρει, και έκλαιγε. Δεν ήξερα ότι γινόταν συχνά. Αν αυτός είναι ο λόγος που της φέρεσαι έτσι, πρέπει να τα συζητήσετε, να τα βρείτε. Αλλά αυτό δεν αφαιρεί από τη δουλειά που πρέπει να κάνεις με τον εαυτό σου, γιατί η μετατροπή των διαφόρων παθών, όπως είναι ο θυμός, σε θετικότητα πρέπει να είναι το πρώτο μας μέλημα.
Γι’ αυτό και αισθάνομαι καλό ότι μου έγραψες αυτό το γράμμα. Γιατί από ένα σημείο του γράμματος και μετά, όταν αρχίζεις να μιλάς για την παιδική σου ηλικία, η αντιδραστικότητα φεύγει και ο λόγος σου γεμίζει με ψυχή. Αυτή από μόνη της είναι μια ψυχοθεραπευτική διαδικασία. Γι’ αυτό είναι καλό που και που να μιλάμε σε επιλεγμένους φίλους. Δεν θεωρώ βέβαια τον εαυτό μου φίλο, πόσο μάλλον επιλεγμένο φίλο, και γνωρίζω ότι είναι απλά επειδή το έφερε η περίσταση που ανοίχτηκες σε μένα και όχι λόγω του προσφιλούς μου προσώπου. Αλλά όπως και να ’χει, μπήκες σε μια διαδικασία να παλέψεις με τις μνήμες σου και να τις φέρεις στην επιφάνεια με ένα βαθύ και μη αντιδραστικό τρόπο. Μπήκες στην οδό της γιατρειάς. Όχι της γιατρειάς που με θρασύτητα, όπως λες, σου πρόσφερα εγώ, αλλά αυτής που εσύ η ίδια μπόρεσες να προσφέρεις στον εαυτό σου.
με ανέθρεψαν όμως και μου δίνουν υλικά αγαθά και εγώ τους ανταποδίδω
Αυτό το σχολίασα αλλού, δεν πρόκειται για ανταπόδοση, για σένα γίνονται όλα αυτά. Η ανταπόδοση είναι να είσαι σωστή στη συμπεριφορά σου. Αυτό δεν σημαίνει ότι θα έπρεπε να αποδέχεσαι αρνητικές συμπεριφορές. Αλλά υπάρχει ο θετικός τρόπος να αλληλεπιδράσεις μαζί τους για να καλυτερέψεις την κατάσταση. Η αντιδραστικότητά σου χειροτερεύει τα πράγματα. Όσες φορές κι αν στο πω αυτό, δεν θα ’ναι αρκετές.
με λαμπρή σχολική σταδιοδρομία, ξεχωριστές επιδόσεις στις σπουδές μου, εγγυήσεις γι' αυτούς ότι θα μπορέσω να σταθώ μόνη στα πόδια μου στο μέλλον. (Άσχετα το αν βάζω στόχους κυρίως για να αποδείξω πράγματα στον εαυτό μου και αν δεν ήταν αυτή η "συμφωνία" απλά ίσως δεν θα το έκανα με το δικό τους τρόπο.) Η ανταλλακτικότητα στη σχέση σφραγίζεται από τη σιωπηρή συγκατάθεση ότι αν σταματήσει το ένα θα σταματήσει και το άλλο. Γιατί εκπλήσσεσαι που αντιδρώ στο να αλλάξει συμπεριφορά η μάνα μου; To ίδιο θα έκανε και αυτή αν σταματούσα και εγώ να φέρομαι όπως παραπάνω.
Φυσικά, αν εσύ σταματούσες να σπουδάζεις κι άρχιζες να παίζεις πινγκ-πονγκ, θα αντιδρούσε. Όχι για να σε τιμωρήσει και να σε διώξει, αλλά για να βρείτε μια λογική λύση. Και βέβαια, δεν θα έπρεπε κι εγώ να εκπλαγώ αν αντιδρούσες στην περίπτωση που εγώ συμβούλευα τη μάνα σου να σε σταματήσει από τις σπουδές σου. Αλλά η δική μου συμβουλή προς αυτήν (που με πρωτοβουλία μου τη λέω ανοιχτά για δική σου γνώση, καθώς δεν μου αρέσει να κάνω τα πράγματα μυστικά) είναι ότι πρέπει να σου αφαιρεί παροχές για να σε πειθαρχήσει αρκετά ώστε να μην φέρεσαι με αυτό τον έξαλλο και εξαιρετικά ανάγωγο τρόπο.
Είσαι υποχρεωμένη να δείχνεις σεβασμό.
Και αυτό άσχετα με το αν δείχνουν οι άλλοι σεβασμό προς εσένα. Σε μια ομιλία που μετέφρασα ενώ εσείς λείπατε στην Τουρκία ένας πνευματικός δάσκαλος λέει ότι στη ζωή του επέλεξε να συνεχίσει να αγαπά και να έχει καλή στάση προς τους φίλους οι οποίοι τον πρόδωσαν (μήπως τον πρόδωσαν όταν έγινε πνευματικός δάσκαλος;). Εξηγεί ότι εμείς είμαστε αυτοί που πρέπει να είμαστε ανάλογα με την ηθική μας συνείδηση και όχι ανάλογα με το τι κάνουν οι άλλοι προς εμάς. Βέβαια θα προστατέψουμε τον εαυτό μας, αλλά δεν θα τους επιτεθούμε οι ίδιοι, αντιδρώντας στη δική τους επίθεση – είτε του παρελθόντος είτε του παρόντος.
Ό,τι έγινε στο παρελθόν έγινε, δεν μπορείς να το αλλάξεις πια. Το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να αφήσεις την πικρία να βγει, όπως έκανες γράφοντας αυτό το γράμμα, να τη συνειδητοποιήσεις, να αφήσεις την ενέργειά της να περάσει από μέσα σου δημιουργικά και να μετασχηματιστεί. Στο βαθμό που το κάνεις αυτό, θα μπορείς να χειριστείς και το παρόν καλύτερα, γιατί θα είσαι περισσότερο κυρία του ίδιου σου του εαυτού και η καλή σου φύση θα εκδηλώνεται άκοπα.
Μη νομίζεις ότι αυτές τις συμβουλές τις δίνω μόνο σε σένα. Και στη Λίτζια λέω πολλά για το να συμπεριφέρεται σωστά. Αλλά σε αυτή τη φάση, στον παρόντα χρόνο, δεν νομίζω ότι αυτό που δημιούργησε την κατάσταση ήταν η συμπεριφορά της Λίτζιας, όπως οι συμβουλές που σου έδινε στο αυτοκίνητο ή ο γενικώς κοφτός τρόπος ομιλίας της. Απ’ ό,τι είδαν τα μάτια μου, η πηγή της αναταραχής ήσουν εσύ.
Θέλεις να γελάσεις λίγο; Της έκανα μάθημα «γλυκιάς ομιλίας» της Λίτζια. Τραγουδούσα μια φράση (που θα μπορούσε να σας απευθύνει) με γλυκό τόνο στη φωνή και μετά την τραγουδούσε κι εκείνη με γλυκό τόνο στη φωνή. Το βρίσκει δύσκολο να είναι γλυκιά. Γιατί; Γιατί έχει κι εκείνη θυμό.
Το βρίσκεις περίεργο; Κι εκείνη μεγάλωσε τρώγοντας ξύλο. Εκείνη γιατί να μην έχει θυμό, άλυτα θέματα και ανωριμότητες; Οι γονείς μας είναι κι αυτοί παιδιά – λίγο μεγαλύτερα από μας. Θυμάμαι την πάλη που έκανα, στην ηλικία των είκοσι, για να ευαισθητοποιήσω τον πατέρα μου στην ίδια του την επιθετικότητα. Δεν του επιτιθόμουν –τότε βέβαια θα αντιδρούσε-, αλλά έβρισκα άλλους, «λεπτούς» τρόπους για να του μεταφέρω το μήνυμα. Θυμάμαι μια φορά που με είχε αγκαλιάσει και έκλαιγε. Τέτοια πράγματα συμβαίνουν. Αλλά σήμερα ο πατέρας μου έχει μια πολύ μεγαλύτερη επίγνωση του εαυτού του, των παθών του, της συμπεριφοράς του, κι αυτή έχει γίνει σε μεγάλο βαθμό αρμονική.
Της μητέρας μου της πήρε πολλά χρόνια να συντονιστεί, αλλά συντονίστηκε τέλεια. Χαίρομαι γι’ αυτούς. Χαίρομαι γιατί τα κατάφεραν.
Δεν την όρισα εγώ τη σχέση τόσο βολικά, τόσο κυνικά, παρά αυτά τα περιθώρια μου όρισαν ως γονείς για να κινούμαι από παλιά και τώρα μου έχει γίνει τρόπος ζωής.
Δεν λέω ότι όρισες τη ζωή σου. Είπα ότι τους ορίζεις κάποιες συνισταμένες μέσα στις οποίες τους επιτρέπεται να αλληλεπιδρούν μαζί σου. Ότι γενικώς, όχι «πολλά-πολλά» μαζί σου, γιατί έχεις έτοιμη τη φωνάρα (ακόμα και με «λίγα-λίγα»). Ότι πράττεις έτσι αντί να συνεργάζεσαι με ήρεμο πνεύμα. Όσον αφορά τις σπουδές σου και τον διανοητικό προσανατολισμό σου, νομίζω ότι είσαι τυχερή που μπορείς να αξιοποιείς την γερή σου διάνοια και να ζεις μια ζωή όπου βρίσκεις ενδιαφέροντα στις σπουδές σου. Ας πούμε ότι αυτοί δεν είχαν αυτό τον προσανατολισμό και ότι ήταν τσομπάνηδες ή σε ήθελαν για πωλήτρια στο μαγαζί τους. Νομίζεις ότι θα ήσουν σε καλύτερη θέση;
Εγώ έχω τη δική μου ζωή, τη δική μου πραγματικότητα, στον πατέρα μου νιώθω πως αρκεί η συναισθηματική παρηγοριά να μοιραζόμαστε μαζί του το ταβάνι και από εκεί και πέρα η μάνα μου ξυπνάει από τον -με δική της πρωτοβουλία- λήθαργο της αποτραβηγμένης
Είναι η μητέρα σου αποτραβηγμένη από σένα; Λες σε άλλο σημείο του γράμματος ότι πας να της συζητήσεις πράγματα και δείχνει έλλειψη ενδιαφέροντος να κάτσει μαζί σου. Τη ρώτησα για αυτό και είπε ότι δεν έχει παρατηρήσει κάτι τέτοιο να συμβαίνει. Ρώτησε πώς θα μπορούσε να μην θέλει να βρίσκεται με το παιδί της; Είπε ότι πιθανά σε κάποια στιγμή, κάποιο βράδυ μετά τη δουλειά να φάνηκε κουρασμένη, αλλά όχι βέβαια ότι δεν θέλει να βρίσκεται ή να μιλά μαζί σου. Είπε επίσης ότι όμως εξαρτάται κι απ’ το ύφος σου. Αυτό νομίζω δεν χρειάζεται περισσότερο σχολιασμό.
Η δική μου παρατήρηση είναι ότι η Λίτζια σε αγαπά – πώς μπορείς να έχεις αμφιβολία για αυτό; Ο πατέρας μου με αγαπά πολύ. Κι ας μ’ έδερνε όταν ήμουν παιδί. Αν κάνει πράγματα non-optimal και που δεν συμφωνούν με την πραγματική ψυχή της, φέρτο στην επίγνωσή της. Δεν μιλάω τώρα εδικά για το θέμα τής μεταξύ σας συζήτησης και παρέας, αλλά γενικά. Μπορείς να φανταστείς ότι της έκανα παρατήρηση για το «σε παρακαλώ! σε παρακαλώ!» που χρησιμοποιεί συχνά στην ομιλία της με επικριτικό τόνο, και ούτε καν είχε συνειδητοποιήσει ότι το κάνει; Της είπα ότι αυτό δίνει στον άλλο την αίσθηση ότι του επιτίθεσαι, ότι τον επικρίνεις, εκεί μάλιστα που δεν υπάρχει καν θέμα (ή ουσιαστικό θέμα ή όφελος που μπορεί να προκύψει) για να του κάνεις την οποιαδήποτε παρατήρηση. Άρχισε να το σκέφτεται.
Είναι αλήθεια ότι στο κοινό μου γράμμα προς εσάς δεν σχολίασα την συμπεριφορά της Λίτζια, πέρα απ’ το να πω ότι «πίσω απ’ το κοφτό της ύφος βρίσκεται μια ευγενική ψυχή». Αυτό το παρέλειψα κυρίως γιατί θα ήθελα να εστιαστείτε στα δικά σας και να την προσεγγίσετε με καλή θέληση και δεν αισθανόμουν ότι αυτή θα υπήρχε αν άρχιζα να μιλώ για τον δικό της τρόπο. Άλλωστε, δεν αισθάνομαι, με βάση αυτά που είδα στο Γύθειο, ότι ο δικός της τρόπος ήταν η βασική αιτία της δυσαρμονίας. Εσένα σου φερόταν καλά (άσχετα απ’ το αν εσένα σου φαίνεται ότι σε «μείωνε» δίνοντάς σου συμβουλές για το αυτοκίνητο), ενώ στο Γιώργο νομίζω φερόταν και σ’ αυτόν καλά, πέρα από το περιστασιακό «Σε παρακαλώ, σε παρακαλώ» ίσως. Και έδειχνε το ενδιαφέρον της σερβίροντας, καλώντας σας για μπάνιο κλπ. Την είδα να είναι φιλική μαζί σας.
Αλλά ξαναλέω: ας κοιτάξει ο καθένας τα δικά του. Αν μπλεχτούμε στο πόσο σημαντική ήταν αυτή η φράση που είπε κάποιες φορές η Λίτζια, ή ίσως άλλες φράσεις, δεν θα βγούμε πουθενά.
Καλή προαίρεση, συζήτηση, κατανόηση, συγχώρεση και αγάπη.
από εμάς σωματικά και πνευματικά αυτοματοποιημένης ζωής της
Η Λίτζια μαζί μου (αλλά βέβαια και με τη γιόγκα γενικότερα, όπως θα μάθεις αν διαβάσεις επιστημονικές εργασίες για αυτήν) ασκείται στην απο-αυτοματοποίηση. Ουσιαστικά, ο διαλογισμός δεν είναι τίποτα άλλο από μια διαδικασία απο-αυτοματοποίησης. Μαθαίνεις να αποστασιοποιείσαι από τον νου σου, να τον παρατηρείς και, σαν να ψαρεύεις σε θάλασσα, να αφαιρείς από το βυθό της ύπαρξής σου τους καρχαρίες που απειλούν τους ανθρώπους που θα ήθελες να σε αγαπούν.
Όταν κάνω διαλογισμό με τη Λίτζια, όταν κάνουμε το «φωνητικό μάθημα» στο οποίο αναφέρθηκα παραπάνω (για να έχει γλυκό τόνο στη φωνή) J, όταν κάνει η ίδια μόνη της γιόγκα, η προσπάθεια είναι να ταυτιστούμε με εκείνο το πράγμα στην ύπαρξή μας που είναι ελεύθερο από τις τάσεις και τα παγιοποιημένα μοτίβα του νου όπως είναι η επιθετικότητα ή ακόμα και μια αμυντική αδιαφορία που μπορεί να επιδεικνύουμε προς πρόσωπα που στην πραγματικότητα αγαπάμε. Η γιόγκα είναι ολόκληρη επιστήμη και έχει κάνει θραύση στον δυτικό κόσμο. Στην Αμερική έχει περάσει σε ψυχοθεραπευτικά μοντέλα, σε κάποιες χώρες της Ευρώπης καλύπτεται από τις κρατικές ασφάλειες υγείας, πνευματικοί δάσκαλοι της γιόγκα καλούνται να μιλήσουν σε συνέδρια ψυχολογίας. (Έναν πολύ διάσημο τέτοιον γκούρου, τον Sri Sri Ravi Shankar, είχα την τύχη να γνωρίσω στην Αθήνα όταν ήρθε καλεσμένος να μιλήσει σε συνέδριο ψυχολογίας. Θα τον θυμάμαι σε όλη μου τη ζωή.). Λοιπόν σκέψου τη σχέση της Λίτζια με τη γιόγκα αντικειμενικά και ώριμα και μην παρασύρεσαι από τους αδαείς και προκατειλημμένους ανθρώπους (οι οποίοι μάλιστα συχνά έχουν sectarian motive) με τους οποίους μπορεί να μιλάς.
Sectarian motive: Κίνητρο που βασίζεται στη θρησκευτική μισαλλοδοξία
(όχι, δεν πρόκειται για λεξικό!)
Δεν παρατήρησες ότι από τότε που άρχισε γιόγκα (και την παρέα μαζί μου) έκοψε το τσιγάρο, το ποτό, τον καφέ, αδυνάτισε πολλά κιλά και νιώθει αναζωογονημένη; Θετικές αλλαγές στην ψυχολογία και τον τρόπο ζωής είναι ο κανόνας στους ανθρώπους που αρχίζουν γιόγκα, όπως μπορείς να διαβάσεις στην επιστημονική βιβλιογραφία. Η Λίτζια είχε εξαρχής μια τάση για τη γιόγκα. Την πρώτη μέρα που με είδε, όταν πήγα να τους κάνω μάθημα στην επιχείρηση, είπε ότι είχε πάντα ενδιαφέρον για τη γιόγκα και ήθελε να πάει στην Ινδία. Όταν αρχικά η Λίτζια έδειξε ενδιαφέρον για μένα, νόμισα ότι απλά πρόκειται για μια γυναίκα που ενδιαφέρεται για έναν άντρα και την έκανα πέρα με αληθινά συνοπτικές διαδικασίες. Αλλά αργότερα αρχίσαμε να μιλάμε και είδα ότι συντονιζόταν πολύ καλά στο πνεύμα της γιόγκα. Η Λίτζια είναι γεννημένη μαθήτρια. Αντλεί από μένα την ίδια έμπνευση που άντλησες εσύ από την Σουάμιτζι όταν ήρθες. Έχει μια ειλικρινή επιθυμία να βελτιωθεί και το προσπαθεί, και το έχω δει αυτό με πολλούς τρόπους. Πάντα προσπαθεί να εμβαθύνει, ψάχνεται, κλαίει και ποθεί το σωστό. Κάνει και λάθη, έχει και αδυναμίες. Νιώθει επίσης πράγματι και μια φυσική έλξη προς εμένα. Αλλά αυτό είναι πολύ συχνό σε τέτοιες σχέσεις. Η Σουάμιτζι αρέσει σε πολλούς άντρες, ας πούμε. Λοιπόν στο βαθμό που υπάρχει και αυτή η επιθυμία, η πνευματική της εκπαίδευση είναι να είναι αποστασιοποιημένη από αυτήν, να μην ενδίδει. Και αυτό είναι βέβαια που γίνεται και που θα γίνεται. Δεν έχουμε βέβαια ούτε κατά διάνοια σωματική σχέση με τη Λίτζια. Και, αν και την επηρεάζω με τις σκέψεις μου, δεν είναι «πειθήνιο όργανο» ή οτιδήποτε τέτοιο. Η όλη διαδικασία είναι να ψάξουμε τι λέει η συνείδησή μας, να βρούμε ένα εσωτερικό φως, όχι να χρησιμοποιούμε ο ένας τον άλλο ως όργανό του, για ιδιοτελείς σκοπούς ή ιδιοτροπίες.
Ακόμα κι εσύ θα μπορούσες να επηρεαστείς από αυτό το γράμμα. Ίσως βρεις κάποια έμπνευση σε αυτό. Δεν ξέρω, δεν ξέρω πόση σοφία μπόρεσα να βάλω σε αυτό. Ίσως εκατό, ίσως μηδέν. Αλλά αν αποτελέσει έμπνευση για σένα, αυτό δεν σημαίνει ότι σε χρησιμοποίησα και ότι είσαι όργανό μου. Η Λίτζια έψαχνε μια αγάπη που θα της προσφέρει έμπνευση. Αγαπάμε το παιδί μας, βέβαια, αλλά η αγάπη προς τον δάσκαλο, προς τον εμπνευστή, διαφέρει. Εγώ αγαπάω πολύ τον πατέρα μου, αλλά αυτή η αγάπη δεν μπορεί να αντικαταστήσει την αγάπη προς τον γκούρου μου. Όταν ήρθε στο σπίτι μου την πρώτη φορά μού το είπε αυτό, ότι είχε ανάγκη μια τέτοιου είδους αγάπη. Ότι είχε ανάγκη να αγαπήσει με αυτό τον ανώτερο τρόπο. Δεν είπε ότι είχε ανάγκη να αγαπηθεί, όπως είπα στο πρώτο μου γράμμα. Διέπραξα το αμάρτημα να αλλάξω τη λέξη γιατί δεν ήξερα κατά πόσο ο Γιώργος θα αντιλαμβανόταν τη διαφορά και δεν θα ζήλευε. (Φυσικά, η Λίτζια ένιωθε πράγματι έλλειψη αγάπης και παραμέληση από το Γιώργο, μια απάθεια από αυτόν, μια αδιαφορία, κλπ, απλά δεν χρησιμοποίησε αυτή τη λέξη εκείνη τη στιγμή). Λοιπόν η Λίτζια έχει έντονη μέσα της αυτή την κλίση, και μπορώ να την αναγνωρίσω γιατί την έχω κι εγώ. Κι εγώ είμαι μαθητής. Υπάρχει μια λατρεία προς τους πνευματικούς δασκάλους, προς τους αγίους, και όλο αυτό είναι μια κουλτούρα. Η Λίτζια είναι σαφώς μέρος αυτής της κουλτούρας. Δεν θα έχανα το χρόνο μου μαζί της αν δεν συνευρισκόμασταν σε ένα πνευματικό χώρο. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι θα πρέπει να έχει ξεπεράσει την σωματική ερωτική επιθυμία. Πόσους ανθρώπους θα βρεις γύρω που την ξεπέρασαν; Εσύ θα την έχεις ξεπεράσει σε τριάντα χρόνια; Μαθητής και δάσκαλος απλά κρατάνε τη ζωή τους αγνή, κρατάνε το λογισμό τους αγνό, συγκεντρώνονται στο πνευματικό και συνεχίζουν να συναναστρέφονται για όσο διάστημα το θελήσει η μοίρα.
Λοιπόν δες με συμπάθεια τη σχέση της Λίτζια μαζί μου. Μην την υποβιβάζεις σε κάτι σαρκικό, γιατί είναι πράγματι κάτι πολύ μεγαλύτερο, ανώτερο και πλουσιότερο από αυτό.
Κι αυτά τα λέω χωρίς εγωισμό. Δεν σκέπτομαι τον εαυτό μου ως πνευματικό δάσκαλο. Ωστόσο, έστω με αυτά τα λίγα που ξέρω και καταλαβαίνω, λίγους ανθρώπους τους έχω εμπνεύσει. Είναι όμορφο αυτό. Κι εσένα θα μπορούσα να σε εμπνεύσω. Αλλά καθότι έχεις αυτή την καχυποψία και την αντιπάθεια πια για μένα, θα αρκεστώ στο να με εμπνέεις εσύ. Ήταν εμπνευστικό το γράμμα σου. Αλήθεια. Όχι όλο. Αλλά η περιγραφή που έβγαινε από μέσα σου ήταν πολύ συγκινητική. Σε ευχαριστώ που καταδέχτηκες να μου τη γράψεις.
Είθε να καταφέρνεις πάντα να χρησιμοποιείς το περίφημο μυαλό σου σε συντονισμό με την καρδιά σου.
και αναρωτιέται "γιατί το εισπράττω;". Θα παρέλειψε προφανώς να σου αναφέρει ότι είχα πρόθεση κάμποσες φορές να πιάσω δουλειά γιατί πέρναγα φάσεις που ούτε αυτή την παραπάνω σχέση μπορούσα να ανεχτώ, αλλά μου το απαγόρευσαν για να μη χαλάσω τους βαθμούς μου, γκρεμιστεί το μέλλον μου και τους ξαναφορτωθώ.
Μας λες ότι το πανεπιστήμιο έχει υπερβολική ύλη και δεν προλαβαίνεις να δίνεις όλα τα μαθήματα κάθε εξάμηνο. Τι θα γινόταν αν πήγαινες παράλληλα και δούλευες; Κάνε την εξίσωση.
Δεν πρόκειται για το ότι δεν θέλουν να τους ξαναφορτωθείς. Εσύ σε μια στιγμή θυμού μπορεί να φύγεις, αλλά τι θα επακολουθήσει; Πώς θα επηρεάσει αυτό τη ζωή σου; Θα μπορέσεις να δίνεις κανονικά τα μαθήματα στα εξάμηνα; (μάλλον όχι, ε;). Θα σου πάρει δέκα χρόνια να τελειώσεις; Μήπως θα τρελαθείς ενδιάμεσα από απόγνωση, κούραση και λύπη; Αν εσύ, παρ’ όλες αυτές τις πιθανότητες, θέλεις να το κάνεις, κάντο (χωρίς βέβαια να επιβαρύνεις τους γονείς σου με ακόμα περισσότερα χρόνια σπουδών – γιατί αυτό είναι «τσάμπα μάγκα» - πώς την είπες αυτή τη φράση;) Αλλά αν δεν το κάνεις, κι αν επιλέξεις να μείνεις, δίνε τους τουλάχιστον αναγνώριση και σεβασμό, διόρθωνέ τους όπου χρειάζεται, αλλά πρόσφερέ τους τη μαγική λέξη.
Ξέρεις ποια είναι αυτή;
Σαφώς στην οικογένειά μου καθένας κάνει τις σκέψεις του, ο καθένας έχει τα προβλήματά του και τα κρατάει για τον ίδιο (άσχετα αν εσύ γνωρίζοντας μόνο του ενός νομίζεις ότι έχεις γνώση αυτών και των άλλων δύο- ή μάλλον της απουσίας αυτών). Η διαφορά τώρα είναι ότι η μάνα μου ξέσπασε. Αν ο αρχηγικός χαρακτήρας της μάνας μου την είχε αφήσει να δεχτεί καμιά συμβουλή πριν από χρόνια, κάτι θα μπορούσε να είχε σωθεί.
Πρόσεξε, κι εγώ θα μπορούσα να είχα κρατήσει την ίδια ποιότητα σχέσης με τον πατέρα μου που υπήρχε αρχικά στη ζωή μας, και μετά να λέω ότι έφταιγε αυτός γιατί ήταν βίαιος. Αλλά, αντ’ αυτού, έκανα τις κινήσεις που χρειαζόταν να κάνω για να αλλάξω –εγώ πρώτα- και μετά να αλλάξει και αυτός. Έχει μεγάλη σημασία πόσο ελεύθερη είσαι η ίδια από τα διάφορα ψυχολογικά «θέματα», πριν επιχειρήσεις να «προσηλυτίσεις» και τον άλλον.
Ήσουν τότε σε μια πιο ήρεμη, πιο ισορροπημένη και πιο πνευματική κατάσταση από ό,τι είσαι τώρα;
Το σπίτι μας μού μοιάζει περισσότερο κτήριο παρά οικογένεια, συνεπώς στις διακοπές που μας βίωσες ίσως είναι όπως όταν άτομα πάνε να μοιραστούν το χρόνο τους ο ένας με τον άλλον και αντιμετωπίζουν δυσκολίες συμβίωσης και συμβιβασμού.
«Συμβιβασμός» είναι καλή λέξη. Καλή θέληση, συμβιβασμός, υποχωρητικότητα, αρμονία στη συμπεριφορά, έλλειψη εχθρότητας. Δεν βλέπω γιατί οι άνθρωποι πρέπει να επιδεικνύουν αρνητικές ποιότητες. Κι εμείς στο άσραμ μένουμε στον ίδιο κοιτώνα και συνεργαζόμαστε με διάφορους ανθρώπους, που συχνά ήταν πρωτύτερα άγνωστοι σε εμάς (καθώς απ’ το άσραμ περνάει πολύς κόσμος), αλλά δεν δημιουργούμε «καταστάσεις». Αν μπορούμε εμείς στο άσραμ να το κάνουμε αυτό, που βρισκόμαστε υπό την επήρεια των διδασκαλιών του Μαμωνά (δεν εννοώ αυτόν που είναι θρονιασμένος στη μέση του σαλονιού –TV-, ούτε τον Μαμωνά της ύλης, αλλά τον κλασικό «Αντίχριστο», που εμπνέει μη χριστιανικές προσεγγίσεις και ελκύει τους ανθρώπους στο αιώνιο σκοτάδι), πόσο μάλλον εσείς, που ζείτε σε μη ινδουιστικό πλαίσιο και γι’ αυτό είστε ελεύθεροι από τέτοιες «κακές επιρροές»;
Αν η μητέρα μου είχε οικοδομήσει από παλιά μια υγιή σχέση μαζί μου δεν θα ήταν τίποτα στην οικογένεια όπως τώρα και ούτε εσύ θα ήσουν εδώ να με κατσαδιάζεις με τέτοιο θάρρος.
Σε ευχαριστώ που εκτιμάς τις προτάσεις μου.
Και δεν θα σου είχε δώσει ο πατέρας μου το δικαίωμα να τον αποκαλέσεις ιδιότροπο τσάμπα μάγκα, έτσι απλά, νομίζοντας πως τον έχεις ψυχολογήσει με τόση επιτυχία. Τα προβλήματα του δεν θα τα καταλάβεις ούτε με τρία διδακτορικά στην κλινική ψυχολογία.
Το είπα και το ξαναλέω. Η μαγκιά του πατέρα σου πρέπει να κοπεί. Δεν υπάρχει δικαιολογία για αυτή. Όπως δεν είναι δικαιολογία (κατά τη γνώμη μου πάντα) ότι εσύ δέχθηκες βία στην παιδική σου ηλικία, ή ακόμα και η τωρινή (όποια) συμπεριφορά των γονιών σου, έτσι δεν είναι και δικαιολογία για τις δικές του ειρωνείες και κακοήθειες η αρρώστια του. Δεν επιτρέπεται να πάει να χτυπήσει τη γυναίκα του, τελεία και παύλα, και δεν με ενδιαφέρει τι ταμπέλα τού έδωσε ο ψυχίατρος. Αν μπορεί να φέρεται καλά σε μένα, μπορεί να φέρεται καλά και στη γυναίκα του. Δεν θέλει πολύ προσπάθεια για να μη φοβερίζεις κάποιον, να μην τον ειρωνεύεσαι και να μην τον βρίζεις και να μην του κάνεις τη ζωή δύσκολη.
Τον λυπάμαι, δεν τον νιώθω αλλά στενοχωριέμαι, και προσπαθώ καμιά φορά να του κάνω παρέα. Τον λυπάμαι γιατί ξέρω ότι έχει αγάπη κάπου μέσα του και δεν μπορεί λόγω της αρρώστιας να την αισθανθεί και να την εξωτερικεύσει.
Αν δεν μπορεί να αισθανθεί και εξωτερικεύσει την αγάπη, τότε γιατί μπορεί να αισθανθεί και εξωτερικεύσει το αντίθετό της;
Τον λυπάμαι που μόνο καπνίζει και βολτάρει, υποφέρει και δεν μπορεί να επικοινωνήσει, όμως του αρκεί αν βρίσκεται ανάμεσά μας και αυτό η μάνα μου το γνωρίζει παρόλο που εσύ προσπαθείς να την πείσεις ότι είναι απλά άξεστος.
Δεν προσπαθώ να την πείσω ότι είναι απλά άξεστος. Αλλά ναι, ευθύνεται για τη συμπεριφορά του. Όταν φέρνεται άξεστα, είναι άξεστος. Και όταν φέρεται καλά, είναι καλός.
Η συμπεριφορά της μάνας μου προς τον πατέρα μου δεν πρέπει να είναι τόσο ιδανική όσο νομίζεις,
Όπως έχω ήδη εξηγήσει, δεν νομίζω ότι είναι ιδανική. «Αγγελικό» είναι το γεγονός ότι έμεινε μαζί του, θυσιάζοντας τη ζωή της, ενώ όλοι (ΟΛΟΙ) την συμβούλευαν να φύγει και να τον αφήσει, κι αυτό θα έκαναν και οι περισσότερες άλλες.
(Η μητέρα σου επίσης σε ρώτησε –ήσουν βέβαια πολύ μικρή, δύο ή τριών ετών-, σε ρώτησε αν προτιμάς να συνεχίσεις να ζεις με τον πατέρα σου, και απάντησες καταφατικά. Δεν έμεινε όμως μαζί του εξαιτίας σου, απλώς συνεισέφερε και η δική σου τάση. Βασικά τον αγαπούσε πάρα πολύ, ήταν ο «άνθρωπός της». Πώς ήταν δυνατό να τον αφήσει επειδή τον βρήκε μια ατυχία – όποια κι αν ήταν τέλος πάντων η φύση αυτής;)
Πρέπει να αντιληφθείς τις δυσκολίες που πέρασε, με την προσπάθεια να ζήσει τον εαυτό της κι εσένα, να κρατήσει τον πατέρα σου λειτουργικό και εμψυχωμένο (καθότι έλεγε κάθε μέρα ότι θα παρατήσει τη δουλειά του, και η μάνα σου προφανώς φοβόταν ότι το ένα πράγμα θα φέρει το άλλο και όλα θα κατρακυλήσουν), να ανταποκριθεί στις εξαιρετικές βιοποριστικές απαιτήσεις. Μετά την κατηγορείς που σε έδερνε, που δεν είχε υπομονή, που ήταν νευρική και βίαιη. Αλλά πρέπει να τα δεις όλα υπό ένα ευρύτερο φως, και να προσεγγίσεις την ψυχή των ανθρώπων με συμπάθεια.
Ό,τι έγινε, έγινε. Το θέμα είναι τι γίνεται τώρα, στο βαθμό που δεν είναι διορθωμένη, πώς μπορεί να μάθει, πώς μπορεί να βελτιωθεί, και πώς μπορείτε να έρθετε πιο κοντά, όχι με ένα ψεύτικο τρόπο αλλά με μια βαθύτερη κατανόηση και επιείκεια.
γιατί ο πατέρας μου τη δική μου παρέα αναζητά, θέλει να πηγαίναμε για καφέ, να κάνουμε καμιά συζήτηση, και μου το δείχνει άσχετα αν αυτός το κάνει για τον εαυτό του και εμένα δε μου βγαίνει ανταπόκριση. Δεν τον έχω δει ποτέ στη ζωή μου να κλαίει. Δεν καταλαβαίνω γιατί είναι πιο άξιο μομφής να αντιδρά κανείς για όσα του συμβαίνουν με λεκτική επιθετικότητα απ' ότι με το κλάμα.
Ο λόγος είναι ότι το κλάμα είναι μια θετική εκφόρτιση της ψυχής (όπως έκανες εσύ όταν μου διηγήθηκες την παιδική σου ηλικία), ενώ η λεκτική επιθετικότητα είναι μια αρνητική αποφυγή να βαδίσουμε προς την ουσία, κατά την οποία (αποφυγή) ρίχνουμε το βάρος σε κάποιον γιατί μας έκανε να αισθανθούμε άβολα. Παράδειγμα: Η μητέρα σου μου είπε ότι ζήτησε από τον πατέρα σου να βάλει στην αποθήκη τα ράντζα στα οποία κοιμηθήκατε (ενώ εκείνη έκανε άλλες δουλειές), πριν φύγετε, κι εκείνος της είπε να το κάνει αυτή (ώστε να μην κάνει τίποτα αυτός, ούτε κι αυτό ακόμα, που παίρνει τρία λεπτά απασχόλησης). Τότε εκείνη τού είπε να το κάνουν αυτοί που τα χρησιμοποίησαν και αυτός την έβρισε. Είναι το ίδιο να τη βρίσει (μήπως για να μην αμφισβητήσει αυτή το δικαίωμά του να κρατήσει τη βολή του;) και το ίδιο να κλαις εσύ γράφοντας το γράμμα; Το πρώτο φέρνει όξυνση και (μου επιτρέπεις να το πω;) δείχνει κακία, το δεύτερο φέρνει ίαση και δείχνει ειλικρίνεια.
Αν δεν μπορούμε καν να ξεχωρίσουμε τις καλές πράξεις από τις κακές, τότε τι μπορούμε να κάνουμε;
Μην θεωρείς ποτέ κακό αν δεις τη μητέρα σου να κλαίει. Δείξε της ενδιαφέρον και κατανόηση και ανοίξου προς αυτήν. Έτσι κάνω εγώ και κέρδισα μια φίλη.
Εσύ θα κερδίσεις μια μητέρα, που ενώ έξω σου υπάρχει, μέσα σου την έχεις χάσει.
Μου έστειλε πριν λίγο, καθώς τα γράφω αυτά, μια σειρά sms η Λίτζια. Ήταν τόσο στεναχωρημένη με το γράμμα σου, μου έλεγε: «καταρρέω». Αν δεν σε αγαπούσε, πώς θα αισθανόταν έτσι; Αν ήταν αδιάφορη και απλά «ανάπνεε Κίμωνα», γιατί να ένιωθε τόσο ψυχικά χάλια;
Μαλάκωσε Ελένη. Μαλάκωσε...
Η Λίτζια παραδέχτηκε σε μένα ότι πράγματι σε χτυπούσε. Και βέβαια το βλέπει ως κάτι άσχημο αυτό. Αλλά στην εικόνα που έχει εκείνη για τη σχέση σας, δεν το βλέπει να μπορεί να παίξει ένα τόσο καθοριστικό παράγοντα. Μέσα της, δεν πιστεύει ότι δεν την αγαπάς. Πιστεύει ότι είσαι πολύ θυμωμένη. Θα έπρεπε να είσαι τόσο θυμωμένη;
Αλλά δεν υπάρχει «έπρεπε». Το θέμα είναι τι γίνεται τώρα, πρώτα μέσα μας, μετά έξω μας.
Το θέμα είναι να μπορεί να νιώσει την αγωνία σου. Νομίζω ότι μπορεί. Δεν αδιαφορεί. Έχει για σένα θαυμασμό και αγάπη.
Ποιο είναι το νόημα που με περιλαμβάνεις στο mail σου; Mε τον πατέρα μου δεν μπορώ να έχω σχέσεις, ενώ με τη μάνα μου δεν ενδιαφέρομαι να έχω και το βρίσκω υποκριτικό και απο τις δυο μεριές να αρχίσει αυτό τώρα.
Εγώ βρίσκω υποκριτικό να λες ότι δεν ενδιαφέρεσαι να έχεις σχέσεις. Ξέρεις ότι μέσα σου ενδιαφέρεσαι, αλλά δεν ξέρεις αν θα μπορούσες να την προσεγγίσεις και έχεις παράλληλα άλυτα συναισθήματα μέσα σε σένα την ίδια. Οι γονείς μας είναι μέρος της ζωής μας και προς καθετί που είναι μέρος της ζωής μας πρέπει να βρούμε τον τρόπο να το προσεγγίσουμε αρμονικά, να συντονιστούμε μαζί του, να αισθανθούμε την κοινή ενότητα.
Οι ψυχικές μας ανάγκες υποβόσκουν και δεν γνωρίζουμε πώς να ανταποκριθούμε. Λέμε ότι δεν θέλουμε, γιατί δεν μπορούμε. Αμελούμε, γιατί υποφέρουμε. Αισθανόμαστε ότι μπορούμε να φύγουμε και να ζήσουμε τη δική μας ζωή. Αλλά όπως ο ποιητής, όπου και να πάει, φέρει μέσα του την Ελλάδα, έτσι κι εμείς, όπου και να πάμε, θα φέρουμε μαζί μας το θυμό μας.
Επίλυσε το θυμό σου, και μετά θα γνωρίζεις αν ενδιαφέρεσαι για αυτή ή όχι.
Επίσης, θα αρχίσουμε όλοι να ζητάμε πράγματα που ο άλλος μάλλον δεν μπορεί να δώσει. Και αν έχει προσπαθήσει να μιλήσει στον πατέρα μου, όσον αφορά εμένα όχι μόνο δεν μου είπε ποτέ για τα προβλήματά της, αλλά πάντα όταν της μιλάω εγώ για το οποιοδήποτε θέμα είναι αδιάφορη και βαριέται ή την εκνευρίζω.
Το σχολίασα αυτό, αυτή δεν είναι η δική της οπτική και αισθάνεται ξένη μια τέτοια εικόνα για τον εαυτό της.
Πιστεύω βαθιά ότι δεν θα μου έλεγε ψέματα, δεν θα μου έδινε μια ψεύτικη εικόνα. Δεν μου λέει ποτέ ψέματα. Ψάχνει μέσα στον εαυτό της και αποκρίνεται από την καρδιά της, ζυγίζοντας πάντα τα λόγια της για να εκφράζουν αυτό που πραγματικά νιώθει.
Δεν προσπάθησαν να με προσεγγίσουν ποτέ σαν γονείς από όταν σταμάτησα να είμαι παιδί γιατί, όταν είδαν πως άρχισα να μπορώ να κρίνω, ξέκοψαν από εμένα και αποφάσισαν ότι τα προβλήματά που ένιωθα (ή οι χαρές μου) δεν τους αφορούν πια, για να μην κριθούν.
Μιλάμε για την απλή κρίση σου προς αυτούς ή την επιθετική κρίση σου προς αυτούς; Ίσως βρεις ότι όταν ξεπεράσεις το πρόβλημα της επιθετικότητάς σου, οι άλλοι θα είναι πιο ανοιχτοί στις κρίσεις σου. Και τότε θα βρεις ότι η αρμονία και η κατανόηση (και ναι, ακόμα και η αγάπη) στηρίζουν καλύτερα τη ζωή σου από την επιθετικότητα, την οποία δεν μου επιτρέπεις να σου ζητήσω να αλλάξεις.
Μου στάθηκα λοιπόν η ίδια και γι' αυτό δεν δέχομαι να προσπαθήσουν αναχρονιστικά τώρα και άσκοπα να αναλάβουν ρόλους, όταν εθελοτυφλούσαν εγωιστικά ή ανήμπορα όταν το χρειάστηκα. Πλέον δεν μπορώ να συνάψω σχέση με άτομα για τα οποία έχω μαζεμένη τόση κριτική από πικρία, για τα οποία νιώθω κάποιο οίκτο παράλληλα. Αν αναρωτιέσαι τι επίπτωση θα έχει το γράμμα σου στη συμπεριφορά μου απέναντι στη μάνα μου, αυτή λογικά θα είναι να μην της μιλάω πια εντελώς-καθόλου, διότι αν έπαιρνε χαμπάρι τι αισθάνομαι γι αυτήν, εγώ το παιδί της, ο λόγος που την έχει αναγκάσει να υπομείνει τόσα στη ζωή της και να νιώσει τόσο δυστυχής,
Μα γιατί τα λες αυτά; Από που κι ως που είσαι εσύ ο λόγος για τη δυστυχία της μαμάς σου; Μήπως προβάλλεις πάνω της τα αρνητικά συναισθήματα που εσύ (από αντίδραση) έχεις; Μήπως παρουσιάζεις τη μάνα σου να σε έχει εγκαταλείψει κάνοντας γιόγκα ή συναναστρεφόμενη με εμένα, επειδή ξαναζείς την ίδια σου την παλαιότερη εγκατάλειψη, την οποία ονομάζεις «παραμέληση»; Δεν σε παραμέλησε η μάνα σου. Παραμελείς τα παιδιά όταν δεν καλύπτεις τις βασικές τους ανάγκες. Όταν καλύπτονται αυτές, ακόμα και από κάποιον άλλο (γκουβερνάντες), δεν παραμελούνται. Δεν υπήρχε πράγματι πολύς χρόνος τις καθημερινές για συνεύρεση, όταν εκείνη γύριζε κουρασμένη από τη δουλειά της. Είχατε το Σαββατοκύριακο μαζί για να πάτε βόλτα στην παραλία και τέτοια. Αυτή είναι η μοίρα των οικογενειών όπου η μητέρα δουλεύει. Μήπως θα ήταν καλύτερα η μητέρα να έκανε τη νοικοκυρά; Θα ήταν αυτό καν δυνατό σε ένα σπίτι σαν το δικό σου, με τον πατέρα σου να έχει αμφίβολο μέλλον; Σε πήγε σε κολύμπι, σε ξιφασκία, σε αυτό, σε εκείνο, πράγματα που σου άρεσαν, σε πλούτισαν και παράλληλα σε κρατούσαν απασχολημένη όταν εκείνη δούλευε. Δεν είναι παραμέληση αυτό. Αν ήσουν εσύ στη θέση της, θα τα είχες καταφέρει καλύτερα;
Αν δεν μπορούσε να σου δείξει αρκετή αγάπη, αν δεν ήξερε πώς, αν ήταν υπερβολικά φορτισμένη με το άγχος για τον πατέρα σου και για την επιβίωση του σπιτικού σας, αν είχε αλήθεια κατάλοιπα από τη δική της βίαιη ανατροφή, πρέπει να την καταλάβεις και να τη συγχωρέσεις. Είμαστε άνθρωποι. Έχουμε δυσκολίες στη ζωή, ατέλειες χαρακτήρα, ανωριμότητες. Το θέμα είναι: ποια είναι τώρα η δυνατότητά της να είναι ειλικρινής, να εμβαθύνει, να είναι πηγαία και γνήσια; Μέσα από τις πάμπολλες συζητήσεις που έχω κάνει μαζί της, μπορώ να πω: «μεγάλη». Κι αν είναι προς εμένα, είναι και προς εσένα. Γιατί δεν φαντάζομαι βέβαια ούτε για μια στιγμή να υποθέτεις ότι η μάνα σου αγαπάει εμένα, που είμαι ένας περαστικός αέρας από τη ζωή της, και που θα της είμαι κατ’ ουσίαν για πάντα ξένος, όση έμπνευση κι αν καταφέρω να της δώσω, πιο πολύ από εσένα.
Πριν λίγα λεπτά, ενώ έγραφα, μου έστειλε το ακόλουθο sms:
«Αν απαντήσεις στην Ελένη, παρακαλώ πες της ότι πάντα την αγαπούσα! Ακόμα και όταν της έβαζα τιμωρία! Και θα την στηρίζω ό,τι και να συμβεί... Πες της όμορφα, για να καταλάβει. Εγώ δεν νιώθω δύναμη να της γράψω, όπως θα ήθελα...»
Ήταν δέκα το βράδυ. Ήταν κουρασμένη και διαλυμένη. Μου έγραψε ότι «βυθίζεται». Είχε προσπαθήσει να σου γράψει πρωτύτερα, αλλά δεν τα είχε καταφέρει.
πιθανώς θα έπρεπε να την κοιτώ να καταρρέει. Καλύτερα απλά να την αφήνω να νομίζει ότι έχω κακό χαρακτήρα.
Εγώ στο γράμμα μου αναφέρθηκα στις δύο Ελένες, τη μία που έχει ποιότητες και την άλλη που δεν έχει. Η μάνα σου δεν νομίζει ότι έχεις κακό χαρακτήρα. Απλά βλέπει και αυτή τις δύο Ελένες – αυτή με τον κακό και αυτή με τον καλό χαρακτήρα. Σαφώς θέλει να αισθάνεται ως παιδί της αυτή με τον καλό χαρακτήρα. Ποια μητέρα θα ήθελε τον κακό;
Αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να χορεύεις στον σκοπό της ή να είσαι παθητική. Να είσαι ο εαυτός σου, ο βαθύτερος εαυτός σου. Αυτό θα φτάσει για σένα και θα φτάσει για όλους μας.
Δεν είναι αγένεια, δεν είναι αχαριστία, είναι επιβεβλημένη απάθεια από μένα για μένα. Τι κι αν έχει παλέψει να μου προσφέρει έναν ευκατάστατο τρόπο ζωής; Όλη μου την παιδική ηλικία ο πατέρας μου μου φερόταν εντάξει, όσο μπορούσε, και η μάνα μου μου έδινε τα προσφιλή σε σένα μαθήματα ζωής της ζώνης.
Το σχολίασα παραπάνω.
Στο γράμμα δεν κάνεις καμία κριτική γι αυτήν, νομίζεις πως δεν έχει κάνει λάθη και βιάζεσαι να τα ρίξεις σε εμένα;
Το σχολίασα παραπάνω.
Όταν δεν ένιωθα αυτό που τώρα ξέρω πως είναι παραμέληση, εγώ έπαιρνα τα "δώρα" του χτυπήματος και της τιμωρίας στη γωνία μέρα παρά μέρα, χωρίς να ξέρω γιατί, με έναν πατέρα απόντα, χωρίς αδέρφια
Χαίρομαι που έχεις τώρα έναν αδερφό – εμένα· κακοπροαίρετος και θρασύς κι αν είμαι.
να τους ανοιχτώ και να παρηγορηθούμε, λες και φταίω εγώ για όσα τραβάει η μάνα μου.
Πολύ σωστά. Δεν φταις εσύ για ό,τι περνά η μάνα σου. Κανένας δεν σκέφτηκε ότι φταις εσύ. Αλλά οι άνθρωποι είναι ατελείς, όπως εξήγησα, και οι καταστάσεις δύσκολες. Ερχόμενη σε επαφή με το θυμό σου, και γνωρίζοντας ότι και την Λίτζια την ενδιαφέρει πολύ η ηθική της, η συμπεριφορά της, το να βελτιώνεται ο χαρακτήρας της και οι πράξεις της, και αγαπά πολύ την κόρη της, με τον καιρό θα μπορέσεις να βρεις την άκρη. Η αδερφή μου έχει ένα σλόγκαν. Ρωτάει: «Μπορείς να δεις στο τούνελ οποιοδήποτε άλλο φως εκτός από αυτό του τρένου που έρχεται;» Τούτη την ερώτηση καλούμαστε να απαντήσουμε σε κάθε δύσκολη κατάσταση της ζωής μας, μέχρι να φτάσουμε στην εσωτερική επίλυση και να ξαλαφρώσουμε.
Κι αυτή είναι η χαρά που μας περιμένει να τη ζήσουμε. Όχι μια άλλη χαρά, μια εξωτερική χαρά, μια χαρά που θα μας δοθεί μέσα από άλλες, καλύτερες και ευγενέστερες προς εμάς περιστάσεις, αλλά η χαρά που έρχεται όταν λύνονται οι κόμποι που κρατούν το αερόστατο της ψυχής μας δεμένο στις πέτρες και αυτό αρμενίζει στον αέρα.
Πάντα θα έχω σημάδι στο δάχτυλό μου από το τηλέφωνο με το οποίο προσπαθούσε να με πετύχει στο κεφάλι τη στιγμή που εγώ προσπαθούσα να προφυλαχτώ με τα χέρια μου.
Δεν σε σημάδευε στο κεφάλι. Υπήρξαν φορές που σου έριξε πράγματα μέσα στο θυμό της, αλλά όχι ότι σε σημάδευε στο κεφάλι. Δηλαδή τι ήθελε; Να σου σπάσει το κεφάλι; Θα ’πρεπε να ’ναι στη φυλακή!
Ναι, ναι, είναι πολύ άσχημο, ναι. Αλλά δες το αντικειμενικά, δες το έτσι όπως είναι και μην το μεγαλώνεις.
Κατάλαβε επίσης ότι σε μια στιγμή θυμού και πανικού όλα είναι άνω κάτω και το κίνητρό της μπορεί να μην σου είναι ξεκάθαρο. Μήπως θέλει να σε σκοτώσει; Αυτή η ίδια σου η μάνα; Μπορεί η ζωή σου, η πηγή της ζωής σου, να ’ναι ο ίδιος σου ο θάνατος; Σε μισεί;
Μέσα στο χάος του κινδύνου, οι ψυχικές μας σκιές μεγαλώνουν. Γίνονται απέραντες και φτάνουν μέχρι την άκρη της θάλασσας, την άκρη του ορίζοντα.
Αυτό όμως μάς δίνει τελικά μια ευρύτερη θέα, μπορεί να ανοίξει την οπτική των πραγμάτων.
Με έναν παράλογο τρόπο, το σκοτάδι του φόβου τελικά δίνει τη θέση του στην αυγή της αφυπνισμένης ψυχής.
Ο... άγγελος κατά τη γνώμη σου συνήθιζε να κυνηγάει ένα μικρό παιδί, ένα μικρό κορίτσι, για να το χτυπήσει!!! Δεν είναι για χάρη της καλοπέρασης λοιπόν που δεν έχω κάτσει να καταλάβω τι νιώθει η μάνα μου, απλά δεν μου βγαίνει ακόμα και όταν τη βλέπω να κλαίει.
Εντάξει, δεν σου βγαίνει. Ως πρώτο βήμα κατάλαβε τι σου λέω στο γράμμα μου. Και έλπιζε ότι η σκληρότητα της καρδιάς σου θα μαλακώσει, ότι αυθόρμητα, ο πάγος θα λιώσει και τα νερά θα κυλήσουν.
Κι αν η σκληρότητα παραμένει, μια δύση ατένισε τον ήλιο και πες: «Μια αχτίδα σου ρίξε μέσα στην ψυχή μου. Βόηθησέ με, πηγή της χαράς.»
Στην Αθήνα δεν φωνάζω στη μάνα μου διότι εκ των πραγμάτων δεν βλεπόμαστε και μου αρέσει έτσι. Συχνά όταν ακούω τα κλειδιά του σπιτιού κάθομαι στον υπολογιστή για να μην μου πιάσουν κουβέντα ή τις νύχτες παριστάνω πως κοιμάμαι.
Νανουρίσματα πνευματικά βρες και κοίμισε τη θλίψη σου.
Φάρος για μένα μόνο η γιαγιά μου από τη Ρουμανία, το μόνο οικογενειακό μέλος του οποίου έχω την φωτογραφία στο δωμάτιό μου, την οποία θαυμάζω και που όταν τη συλλογίζομαι βρίσκω σε αυτήν πολλές αποδείξεις που ψάχνω.
Χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια από τους γονείς μου για να αντιληφθούν πως δεν έχω αναίδεια αλλά χρόνιο συσσωρευόμενο θυμό,
Έχεις αναίδεια λόγω χρόνιου συσσωρευμένου θυμού, καθώς και λόγω της μέχρι τώρα ανεπαρκούς δημιουργικής τριβής σου με αυτό το θυμό. Θα πρέπει να αντιληφθούν και να αντιμετωπίσουν τα λάθη τους και, φυσικά, αν θα μπορούσες (καλότροπα και όχι αρνητικά) να τους βοηθήσεις σε αυτό, θα ήταν υπέροχα. Γιατί σπάνια είναι τα παιδιά που καταφέρνουν να ξεπεράσουν τα δικά τους «θέματα» και να γίνουν φάροι για την ψυχή των γονιών τους. Αλλά θυμήσου πως τούτο είναι το πρώτο βήμα: άσχετα από τις κακοτυχίες, άσχετα από τις δικές τους ατέλειες, να βρίσκεις και να κρατάς πάντα στην ψυχή σου το φως που δείχνει το δρόμο. Όχι το δρόμο που οδηγεί μακριά απ’ τους γονείς σου, αλλά το δρόμο που δείχνει σε μια αρμονία βαθύτερη από τις εξωτερικές συγκρούσεις.
Είναι μία ή ώρα και γράφω αυτό το γράμμα από τις έξι περίπου. Φανταζόμουν ότι μέχρι το βράδυ θα το τελείωνα. Πριν ένα τέταρτο ήρθε ένας γείτονας και χτυπούσε την πόρτα, σώνει και καλά να μου μιλήσει. Τελικά αναγκάστηκα να απαντήσω: «Δεν μπορώ τώρα. Σε παρακαλώ πες ό,τι θέλεις και φύγε. Πες ό,τι θέλεις και φύγε.» Έφυγε. (Έχει έρθει κι άλλες φορές και ξέρω ότι δεν θέλει τίποτα το ιδιαίτερο. Σε λίγο ή αύριο, όταν υπάρξει ευκαιρία, θα μπορέσω να του μιλήσω.) Αλλά απλά και μόνο επειδή έβαλα τη φυσική ενέργεια και φώναξα, μου έφυγε η πνευματική ενέργεια και τώρα δεν μπορώ να γράψω. Κάθομαι να γράψω αλλά δεν αντλώ από ένα βαθύ μέρος μέσα μου.
Τι θα έπρεπε να κάνω; Προσπαθώ να κερδίσω χρόνο. Θα μου ξαναέρθει η έμπνευση; Δεν νιώθω το ίδιο μου το πνεύμα, νιώθω το βάρος των δαχτύλων που δακτυλογραφούν, το βάρος του σώματος.
Υπάρχει μια βασική δυαδικότητα στη ζωή. Η ύλη και το πνεύμα. Περνάμε όλη μας τη ζωή φροντίζοντας την ύλη – γιατί είμαστε αναγκασμένοι, γιατί έτσι πρέπει ή γιατί αυτό επιθυμούμε, αυτό μάς φαίνεται να έχει νόημα.
Και τελικά μια ωραία μέρα ο θάνατος έρχεται, τραβά το σώμα κάτω στη γη και ελευθερώνει την ψυχή.
Αλλά η ψυχή χωρίς σώμα δεν είναι ο πλήρης εαυτός μας. Είναι ο μισός εαυτός, και κάποτε θα εκδηλώσουμε ξανά τον υλικό εαυτό μας, ενωνόμενοι και πάλι με ένα σώμα στην ύλη.
Μέχρι που και αυτό θα φθαρεί, και θα χρειαστεί να ξαναφύγουμε, και θα συνεχίσουμε σε έναν κύκλο ερχομών και αναχωρήσεων, χωρίς να ξέρουμε τι μας κινεί, τι είναι αυτό που ψάχνουμε, πού βρίσκεται η εκπλήρωση, ποιον δρόμο πρέπει να τραβήξουμε.
Άπειρες είναι οι λύπες που θα νιώσουμε, κι είναι πιο έντονες, πιο ισχυρές απ’ τις χαρές, γιατί κάθε χαρά της ζωής σκιάζεται από το φόβο του θανάτου.
Αρρώστιες, οικονομικά προβλήματα, ένας κόσμος όπου όλα είναι χωριστά – είσαι χωρισμένος από κάθε υλική και συναισθηματική πηγή ευτυχίας. Ζεις διχασμένος.
Οι πνευματικές διδασκαλίες σε κάνουν να θυμηθείς αυτό το κομμάτι που σου λείπει, το αιώνιο, και σε καθοδηγούν στο να χρησιμοποιήσεις την εμπειρία σου στην ύλη για να το βρεις. Το μόνο που χρειάζεται πάντα να θυμάσαι είναι ότι η πηγή της ολοκλήρωσης δεν είναι υλική, γιατί και η ίδια η ύλη είναι διχασμένη σε πολλές μορφές, διαρκώς πεθαίνει, αλλοιώνεται, φθείρεται και υποφέρει.
Είναι άφαντη, αόρατη η αθάνατη ουσία. Βρίσκεται μέσα στον ίδιο σου τον νου. Δεν είναι η σκέψη, δεν είναι το συναίσθημα, δεν είναι η αντίδραση, δεν είναι η πίκρα, δεν είναι τα απωθημένα, δεν είναι καμιά ελπίδα για ευτυχία στην ύλη, για μια καινούργια και χαρούμενη μέρα, για ένα παιχνίδι με τους φίλους στο πάρκο ή ένα κολύμπι στη θάλασσα.
Δεν είναι η σκέψη που σχετίζεται με οτιδήποτε γήινο, εντυπώσεις που εισέρευσαν μέσα μας κάποια στιγμή της ζωής μας και μας γέμισαν με φόβο ή πόθο, με αρέσκεια ή απαρέσκεια.
Όλη τούτη η φαντασμαγορία –των αντικειμένων, των συναισθημάτων, των μνημών, των απωθημένων-, όλη τούτη η εναλλαγή των υλικών και νοητικών εμπειριών, έχει μια κοινή πηγή. Ακριβώς όπως, όταν κοιμόμαστε, όλος ο κόσμος που βιώνουμε προέρχεται απ’ το νου μας, από ένα κοινό κέντρο, ομοίως και στην εγρήγορση το ίδιο το σώμα μας και μαζί τα αντικείμενα που το περιβάλλουν προέρχονται από μια κοινή πηγή, μια αχτίδα. Πού βρίσκεται αυτή; Ακριβώς όπως ο ήλιος φωτίζει από ψηλά στέλνοντάς μας τις αχτίδες του, με τον ίδιο τρόπο υπάρχει μια αχτίδα, εκπορευόμενη από έναν νοητικό ήλιο, που είναι η ίδια η ραχοκοκαλιά του κόσμου όπου ζούμε. Γι’ αυτό, αν προσέξεις, στην κβαντική φυσική περιγράφεται μια κεντρική ενέργεια απ’ την οποία όλα τα σωματίδια της ύλης ξεπηδούν. Αυτή η ενέργεια σε αδρανή μορφή είναι αυτό που αποκαλούμε «νου» μας. Ο ίδιος ο νους μας είναι η αχτίδα που μας ενώνει με το κέντρο του κόσμου, που μας εκπληρώνει φανερώνοντας ως άλλες μας πλευρές τα πράγματα και τους ανθρώπους που μέχρι τώρα θεωρούσαμε ξένους προς εμάς – τους γονείς μας, την πείνα, το φονιά μας. Όταν όλα γίνονται ένα, και αποκαλύπτεται η ενέργεια που τα γέννησε και ταυτιζόμαστε με αυτή, δεν υπάρχει πια θάνατος. Γιατί δεν υπάρχουν επί μέρους υπάρξεις. Πώς θα ταυτιστούμε με αυτό που δεν πεθαίνει; Ποιος είναι ο τρόπος η συνείδηση του όντος να αποκτήσει ανεξάρτητη και πλήρη ζωή; Χρειάζεται, σε κάθε εμπειρία μας, να επισημαίνουμε και να ταυτιζόμαστε με την ενεργειακή πλευρά της εμπειρίας. Κάθε φόβος έχει πίσω του μια ενέργεια. Κάθε έχθρα έχει πίσω της μια ενέργεια. Αυτή μπορεί να σε κάνει να κλάψεις, να αυτοκτονήσεις, να ουρλιάξεις. Υπάρχει ένα πυρ που διαπερνά την ύπαρξη και που το νιώθουμε στην ύλη, το νιώθουμε στην καρδιά μας. Απομονώνοντας αυτή την πύρινη πλευρά της εμπειρίας μας, συσσωρεύοντάς την και θρέφοντάς την με πύρινα βιώματα (η νηστεία, ας πούμε, προσφέρει ένα πύρινο βίωμα) βάζουμε φωτιά στο νου μας. Φέρνουμε μια έκρηξη στο νου μας η οποία αφυπνίζει την Αχτίδα – την ένωσή μας με την κεντρική ενέργεια του σύμπαντος. Μέσα στα χρώματα του ουράνιου τόξου της βλέπουμε τότε τις διάφορες εμπειρίες μας, τους διάφορους φόβους και πίκρες μας, το όλο σόου αυτού του κόσμου, αλλά εμείς είμαστε έξω από αυτό. Συγχρόνως, όλο αυτό είναι μέσα μας. Ενώ είμαστε έξω από οτιδήποτε περιορισμένο –όπως ο θεατής διαφέρει από τον ηθοποιό που βλέπει στη σκηνή-, ταυτόχρονα η Αχτίδα αυτή φωτίζει το νου μας και μας κάνει να βιώνουμε εκ των έσω το κάθε πράγμα που αυτή η Αχτίδα δημιουργεί. Το σώμα μας πάλλεται στο κέντρο του κόσμου, δονείται ενεργειακά στην ίδια συχνότητα με την πηγή.
Τότε δεν υπάρχουν ούτε εχθροί ούτε φίλοι, ούτε χαρές ούτε λύπες, ούτε ελπίδες ούτε απογοητεύσεις.
Υπάρχει μια κατάσταση πληρότητας μέσα στην ουσία, η οποία δεν μπορεί να περιγραφεί.
Το παραπάνω κομμάτι το έγραψα ως μια προσπάθεια να αντιμετωπίσω δημιουργικά την πτώση της ενέργειάς μου που επήλθε με την επίσκεψη του γείτονα. Είχα θυμώσει πολύ με την επίσκεψή του (με την επιμονή του) και ο αγριεμένος νους μου πεταγόταν πάνω, τον έπιανε από το γιακά και τον χτυπούσε. Τέτοιος είναι ο νους. Είναι μια τρελή μαϊμού, δαγκωμένη από φίδι. Πώς να καθυποτάξεις το νου, πώς να ηρεμήσεις το νου, πώς να φέρεις αρμονία και χαρά, το δημιουργικό και το απρόοπτο, μια αίσθηση ζωής; Μα μήπως δεν είναι ζωή ο θυμός αυτός; Στην εξωτερική ζωή βγαίνεις θυμωμένος από το σπίτι, βροντάς την πόρτα του γείτονα, του λες «γιατί με ενόχλησες πρωτύτερα; Μου κατέστρεψες την έμπνευση», τον βρίζεις ή οπλίζεις το δίκαννο και βαράς. Στην εσωτερική ζωή αφήνεις όλη αυτή την μπόρα να ξεσπάσει μέσα σου. Μπορεί να βρέχει μερόνυχτα και πολλές φορές μπορεί να μουσκευτεί το μαξιλάρι σου από απρόσκλητα δάκρυα. Αλλά τελικά, κρατώντας την μπόρα μέσα σου και αντέχοντας το ξέσπασμά της, αφυπνίζεται και ρέει ένα μέχρι πρότινος άγνωστο σιντριβάνι, που σε δροσίζει κάτω από τον ήλιο.
Τι δόξα έχει το σώμα το φωτεινό! Το σώμα το ενεργειακό, το σώμα το αθάνατο, πώς λάμπει! Έχεις δει ποτέ αθάνατο σώμα; Έχεις δει σώμα από λαμπερή ουσία; Είναι σαν να βλέπεις τον ήλιο, μία φλογερή διάνοια που σε διατρυπά και γνωρίζει τα μυστικά σου.
Συμβαίνουν όλα πέραν του χρόνου και του χώρου. Η πικρία έχει τη δική της λογική. Οι μνησίκακες πράξεις έχουν τη δική τους λογική. Η ειρωνεία, η κοροϊδία, η θυμωμένη απόρριψη, έχουν τη δική τους λογική.
Αλλά το σώμα που λάμπει έχει τη δική σου λογική. Είναι ο ίδιος σου ο βαθύτερος νους.
για όλα όσα έγιναν από τύχη και για όλα τα λάθη τους που εγώ πλήρωσα; Ανέλαβα από μικρό παιδί με αφέλεια την αποστολή να είμαι καλή κόρη για να ανακουφίσω τους γονείς μου με το να δέχομαι φωνές και χτυπήματα από τη μάνα μου, αδιαφορία για τον πατέρα μου, και την επιλογή της -ευκολότερης γι' αυτούς- προσφοράς υλικών αγαθών μπας και δεν σκοτίζομαι. Λέει επιγραμματικά και η Κική Δημουλά: "Χρόνο θέλει αυτός ο μύθος της αγάπης, γιατί πρόκειται περί μύθου. Η αγάπη είναι δηλαδή, πώς να σας το πώ... είναι ένα θύμα του σωματέμπορα εγωισμού μας. Εγώ πόσο μπορεί να σας αγαπώ, επί πόσο, αν δεν με αγαπάτε; Επί πόσο...; Και ακόμη αν με αγαπάτε, πόσο πολύ μπορώ να σας αγαπώ; Όχι επί πολύ. Αλλά εγώ θα σας πώ αυτό: Εάν με δέρνετε, πόσο θα σας αγαπώ; Nαι, πάρα πολύ την επομένη, και την άλλη μέρα ακόμα περισσότερο, και την άλλη μέρα πιο πολύ που με δέρνετε, γιατί ο βασανισμός κάνει πάρα πολύ καλό στα αισθήματα... πάρα πολύ καλό. Αλλά όχι, όχι για πολύ... Στη σωστή δοσολογία. Κάπως πρέπει ο άλλος, ο βασανιστής, να ξέρει τις δόσεις. Επειδή λοιπόν δεν τις ξέρουν, γι' αυτό συμβαίνουν στιγμιαία αυτά τα φαινόμενα των παθών. Αυτά είναι πλέον τα πάθη." Yπάρχει λόγος που δέχεται να "χορεύει στο ρυθμό μου" η μάνα μου, διότι κατά βάθος ξέρει πως φέρει ευθύνη για το πώς συμπεριφέρομαι. Φυσικά και νιώθω ότι μου χρωστάνε, κάθε στιγμή, και ακόμα και αν κάποτε σταματήσει να με επηρεάζει όλο αυτό συνειδητά στη ζωή μου, πάλι δεν θα μου το έχουν ξεπληρώσει. Πού τελειώνει το δικό τους φταίξιμο; Θα έχει σημασία πια όταν θα έχω συγχωρέσει; Θα έχω όντως συγχωρέσει ή απλά θα κάνω τον εαυτό μου να το νομίσει, κουρασμένη πια να σχετίζομαι μαζί τους;
Ο λόγος που απαντώ δεν είναι επειδή νιώθω ότι χρωστάω εξηγήσεις σε κάποιον που δεν ξέρω αλλά, καθώς αυτό το γράμμα θα σου δώσει τροφή για περαιτέρω προβληματισμό, θα επιχειρήσεις να ξανασυμβουλέψεις σχετικά τη μάνα μου η οποία, καθώς σε ακούει αλόγιστα υπάκουα (σε φάση αν της πούμε κάτι διαφωνεί και αν το πεις εσύ συμφωνεί), αναπνέει Κίμωνα, είναι ερωτευμένη με τον Κίμωνα, θα υιοθετήσει χωρίς σκέψη τις "λύσεις" του και τελικώς θα κάνει εμένα μια ώρα αρχύτερα να φύγω από το σπίτι και να κόψω κάθε επαφή. Όχι σαν διαπαιδαγώγηση αλλά από επιλογή ζωής, και μου έρχεται να το κάνω τώρα κιόλας όταν βλέπω ότι σε αφήνει να προσπαθήσεις να μου επιβληθείς. Γιατί, ενώ ξέρει πως οι συγκεκριμένες της επιλογές δημιούργησαν την συγκεκριμένη κατάσταση, δέχεται να βάλλεις ο ίδιος εναντίον ενός αρρώστου και ενός μέχρι πριν λίγα χρόνια παιδιού, δεν το καταλαβαίνω. Και αν πάλι όπως λες στο τέλος δεν θέλει να με αισθάνεται παιδί της ή ντρέπεται για μένα, διπλάσια η δική μου ντροπή για την οικογένειά μου. Αισθάνεται απογοητευμένη; Εγώ στη θέση της θα αισθανόμουν τυχερή που το παιδί μου δεν είναι χειρότερα. Μα το θεό Κίμωνα το ότι σε εμπιστεύεται η μάνα μου δεν σου δίνει κανένα απολύτως δικαίωμα να κουνάς μπροστά στο πρόσωπό μου το δάχτυλο επικριτικά ή να έχεις την εντύπωση ότι είμαι υποχρεωμένη να περάσω από την έγκρισή σου. Θαρρείς πως σου ταιριάζει να είσαι ο πεπειραμένος συμβουλάτορας που θα διδάξει τους γονείς μου να είναι γονείς; Τι ρόλο έχεις αυτοβούλως αναθέσει στον εαυτό σου σε σχέση με την οικογένειά μου; Η ιδέα μου για σένα άλλαξε κατεύθυνση 180 μοιρών και δεν φοβάμαι μην το πάρεις άσχημα γιατί τα αισθήματα είναι αμοιβαία. Λαμβάνω έντονα την εντύπωση ότι δεν έχεις πλήρη επίγνωση της σχέσης που έχετε με τη μητέρα μου. Είτε λόγω αφέλειας είτε λόγω απειρίας κοινωνικής συναναστροφής δεν αντιλαμβάνεσαι επαρκώς το πώς σε βλέπει. Ούτε το πώς την επηρεάζεις. Δεν την βοηθάς να σταθεί στα πόδια της αλλά την κάνεις να κρύβεται πίσω σου. Έχει εναποθέσει από καιρό τα πάντα σε σένα (πχ τη δευτέρα μας πάσαρε τα γράμματά σου χωρίς κουβέντα, χωρίς να πει τη γνώμη της, να διαφωνεί ή να συμφωνεί), η περαιτέρω πνευματική απομόνωση και εξάρτηση την αποδομεί μέρα με τη μέρα, εκτός αν απομονωθεί και σωματικά.
Δεν νομίζω ότι είναι δυνατόν να υπάρξει πραγματική κατανόηση μεταξύ εμού και της οικογένειάς μου γιατί έχουμε όλοι πληγωθεί πολύ και για καιρό. Αυτό που πάντα περίμεναν από μένα ως κόρη τους είναι να τους ενώνω όταν τίποτα πια δεν τους κρατάει. Όντως, αν μπορέσουν να διορθώσουν τη σχέση τους, θα καταλάβουν πως το ότι με χώρεσαν ανάμεσά τους είναι που τους προκάλεσε τα προβλήματα. Αν αύριο έρθουν και μου πουν να τους αφήσω ήσυχους και να την κάνω από το σπίτι, θα το κάνω την ίδια μέρα. Κάτι τέτοιο θα ήταν πιο εύκολο να βιώνω άλλωστε. Και αν έχουν απαιτήσεις επειδή εκπλήρωσαν την υποχρέωση να με μεγαλώσουν, όπως ξέρω ότι έχει ο πατέρας μου, θα γυρίσω όταν γεράσουν να μεριμνήσω γι' αυτούς και να τους το ξεπληρώσω. Αν αφεθώ να πέσω στην αυτολύπηση για όσα μου συμβαίνουν εξαιτίας της οικογένειάς μου χάθηκα και γι' αυτό προσπαθώ να διατηρούμαι δυνατή. Αλλά μέσα στην άγνοιά σου συμπονάς τους γονείς μου για τη διαλυμένη τους σχέση και βλέπεις σε εμένα μια παράταιρη ύπαρξη για την οποία πρέπει να ντρέπονται αν δεν μπορούν να την αλλάξουν. Ελπίζεις ότι με τον εμπαιγμό σου προς εμένα θα πείσεις τον πατέρα μου για ποια στάση πρέπει να κρατήσει απέναντί μου, έτσι;
Ούτε κατά διάνοια. Ο εμπαιγμός μου προς εσένα απευθύνεται μονάχα σε εσένα και όχι στον πατέρα σου. Υπάρχει εμπαιγμός για να σε ξυπνήσω, για να σε ευαισθητοποιήσω. Αυτή είναι μια ανοιχτή διαδικασία – κι εγώ ξυπνάω και ευαισθητοποιούμαι από αυτά που λες.
Κάποια κινητοποίηση πρέπει να υπάρξει για να γίνει κάποια αλλαγή.
Αυτό είναι όλο.
Και ναι, νιώθω πράγματι κάποια οικειότητα προς εσένα. Δεν νομίζω ότι είναι θέμα φύλου. Νομίζω ότι κάπου σε αισθάνομαι. Ότι δονούμαι μαζί σου.
Κράτα για τον εαυτό σου τη γνώμη πως το μόνο που μου αξίζει σαν άνθρωπος είναι ακόμα περισσότερη παραμέληση γενικότερα και οι γονείς μου θα πρέπει να νοιαστούν να μου τη δώσουν. Κανείς δεν μου φέρθηκε πιο ψεύτικα και άσχημα από σένα.
Ίσως. Ή ίσως κανείς δεν σου φέρθηκε πιο όμορφα.
Αυτό που θα ωφελούσε και στους δυο γονείς μου θα ήταν να αποκτήσει ο καθένας έναν διαφορετικό κοινωνικό περίγυρο, καθώς είναι οι ίδιοι τόσο διαφορετικοί, όπως προσπαθώ να κάνω και εγώ και είμαι στην λιγότερο άσχημη κατάσταση από τους τρεις μας, να προσπαθήσουν να βρουν τον εαυτό τους και να μην προσδιορίζονται ο ένας σε σχέση με τον άλλον, και από κει και πέρα να δουν αν κάνουν μαζί ή όχι. Αλλά αυτά είναι λόγια που δεν ξέρω αν προσωπικά μπορείς να αντιληφθείς.
Ελληνικά γνωρίζω.
Έκλαψα αρκετά ενώ έγραφα την απάντηση αυτή. Ξέρω πως η συμπεριφορά των γονιών μου απέναντί μου θα χειροτερεύσει με αυτά που λες για μένα στο γράμμα σου και ίσως προσπαθήσουν εκ νέου να με εγκλωβίσουν βαθύτερα στις δικές τους αδυναμίες.
Ας υποθέσουμε ότι οι γονείς σου πιστέψουν αυτό που λέω, ότι επιδεικνύεις απαράδεκτη συμπεριφορά (και ότι δεν το πίστευαν ήδη). Δεν μπορείς εσύ να τους αλλάξεις γνώμη; Απλώς συμπεριφέρσου σωστά. Κόψε τη μαγκιά, τις φωνές, τον υψηλό τόνο της φωνής και το «ύφος», και αμέσως, την ίδια στιγμή, θα ξεχάσουν οτιδήποτε σχόλιο έκανα εγώ για τη συμπεριφορά σου. Αντί να πεις ότι επιτέλους κάποιος λέει την αλήθεια, κλαίγεσαι ότι εγκλωβίζεσαι περισσότερο.
Αυτό που θα σε απεγκλωβίσει είναι η ίδια σου η απόφαση να πάρεις την ψυχολογία σου στα χέρια σου και να παραμείνεις ηθική.
Όσον αφορά το Παρίσι, πολύ απλά πες τους ότι είσαι κουρασμένη από τις φωνές και τα νεύρα στο σπίτι και θες να μη χάσεις αυτή την ευκαιρία να συνεχίσεις για ένα εξάμηνο τις σπουδές σου ενώ μένεις μόνη.
Εγώ απλά είπα την αλήθεια, δηλαδή ότι δεν φέρεσαι ηθικά. Φέρσου ηθικά και η όποια δύναμη επιρροής έχει το σχόλιό μου θα είναι παρελθόν.
Είσαι εσύ η ίδια που δημιουργείς τη ζωή σου. Καμιά επιρροή δεν θα είχε το σχόλιό μου πάνω τους αν εσύ μπορούσες να επηρεάσεις τον εαυτό σου για να φέρεσαι σωστά.
Δίνεις υπερβολική σημασία στο «άλλοθί» σου, πιστεύεις ότι «σου χρωστάνε και σου χρωστάνε» και φοβάσαι ότι θα πάψουν να σου χρωστάνε λόγω των δικών μου σχολίων.
Δεν σου χρωστάνε τίποτα. Δεν σου χρωστάνε ούτε να σε στείλουν στη Γαλλία ούτε να ανέχονται την κακή σου συμπεριφορά ούτε να χορεύουν στο σκοπό σου, όπως ισχυρίζεσαι.
Είσαι εσύ η ίδια που χρωστάς στον εαυτό σου. Χρωστάς στον εαυτό σου να κάνεις ό,τι χρειάζεται για να ξεπεράσεις το θυμό σου, να συνεισφέρεις στην ομαλή αλληλεπίδραση στο σπίτι και να εδραιωθείς σε μια ηθική στάση.
Και τα άλλα θα έρθουν. Όλοι θα θέλουν να σου δίνουν. Όχι επειδή «σου χρωστούν» αλλά επειδή η δική σου θετικότητα θα διευκολύνει τις πρακτικές διαδικασίες.
Η ζωή απλά θα κυλάει. Στο κάτω-κάτω, έτσι κι αλλιώς τι άλλο θέλουν να κάνουν οι γονείς σου απ’ το να σου δίνουν – όχι γιατί πας να τους εξαναγκάσεις αλλά γιατί σε αγαπούν;
Το εδώ και καιρό σχέδιο μου να πάω στο Παρίσι και να αποδείξω στον εαυτό μου ότι υπάρχει ζωή αποκομμένη συναισθηματικά και σωματικά από αυτή την οικογένεια απομακρύνεται. Με πνίγει ο θυμός με το θράσος σου και με την αδικία που η οικογένειά μου δεν αναγνώρισε, και κανείς άλλος δεν γνωρίζει (γιατί δεν έχω κλαφτεί σε κανέναν γι' αυτό) πόσο πάλεψα μέσα μου να μην με σύρουν στον πάτο όλα αυτά, τα τελευταία χρόνια μάλιστα συνειδητά και καθημερινά. Έχω κοπιάσει περισσότερο από άλλους που στην ηλικία μου μόνο αν έβγαιναν έξω και δούλευαν στη λάντζα ή σερβιτόροι θα ένιωθαν τις απειλές της ζωής. Παρόλα αυτά, εγώ δεν θα τολμήσω να αποτραβηχτώ, γιατί έχω πολλή χαρά να εξερευνήσω. "To μυαλό είναι ένας θεός ο οποίος δημιουργεί τον κόσμο από την αρχή. Αναπληρώνει, αντικαθιστά. Είναι φοβερό το τι κάνει ένα μυαλό, και πώς παλεύει με τις στερήσεις, και πώς διορθώνει σαν τον μεγαλύτερο αισθητικό τις ασχήμιες, και πώς τις παρακάμπτει... Είναι απίστευτο. Και πώς κρατάει αυτά τα αφηνιασμένα και σπασμένα ηνία της ελπίδας.. γιατί ενώ η λογική λέει, δεν υπάρχει ελπίδα βρε αδερφέ, ναι αλλά... ελπίζεις. Μα είναι τρελό, ελπίζεις! Υπάρχει ελπίδα; Εκείνος που κάνει τη μεγαλύτερη κατανάλωση της ελπίδας, τη μεγαλύτερη, είναι ο απαισιόδοξος, στους οποίους ανήκω. Αλλιώς, δεν θα είχε τα κότσια να είναι απαισιόδοξος. Και είναι πάρα πολύ σωστό αυτό που λέω. Τη μεγαλύτερη κατανάλωση.., αλλά το κάνει κρυφά και ύπουλα... είναι υποκριτής. Μέσα δηλαδή σε αυτή την απόλυτη θλίψη μου και αυτή την απόλυτη δυσπιστία μου και αμφισβήτησή μου για όλα, λέω δεν μπορεί, κάτι τρέχει... κάτι είναι, κάτι είναι αλήθεια, κάτι είναι ωραίο. Αυτού του είδους την ελπίδα. [Ακόμα και ότι ενδέχεται να μην πεθάνω. Φτάνω ως εκεί. Αλίμονο, αν δεν το σκεφτώ, δεν θα ήμουν εδώ απόψε, θα 'λεγα γιατί να πάω αφού θα πεθάνω.]"
Βάζοντας τις σκέψεις μου όσο μπορώ σε σειρά σ' αυτό το γράμμα, καταλήγω πως θα ήταν δυνατή η τήρηση μιας τυπικής ευγένειας προς τους γονείς μου υπό την προϋπόθεση ότι μου έχει εξασφαλιστεί η επικοινωνία με την απουσία υψωμένων τόνων εναντίον μου που πρώτοι αυτοί άρχισαν και ότι κρατούνται οι αποστάσεις. Δεν ζητάω πολλά, δε ζητάω κατανόηση.
Ακόμα και αν ξαναδιαβάσεις όσα έγραψα, αν κάτσεις να το φιλοσοφήσεις παραπάνω, κάποτε θα αναγκαστείς να δεχθείς πως για κάποια πράγματα θα μείνεις αδαής. Φυσικά όπως είπα μπορείς να συνεχίσεις να κρίνεις άμα έτσι αισθάνεσαι ωραία, εφόσον όμως τα κρατάς μέσα σου. Μη μου ξαναπείς μόνο να αλλάξω γιατί ο εαυτός μου είναι το μεγαλύτερό μου στήριγμα για ό,τι κάνω στη ζωή μου.
Το μεγαλύτερό σου στήριγμα είναι η ηθική σου και το πνεύμα σου, όχι η πανοπλία της αντίδρασης.
Δεν αναμένω απάντηση. Ούτε από σένα ούτε από κανέναν. Oύτε ζητάω, ούτε περιμένω. Δεν θέλω να ξέρουν τι αισθάνομαι, δεν θέλω να αποκτήσω προσδοκίες.
Το γράμμα σου το διάβασε η μαμά σου, όχι ο μπαμπάς σου.
Το παρόν γράμμα μου προς εσένα το διάβασε η μαμά σου πριν το στείλω. Αυτό δεν σημαίνει ότι συμφωνεί με όλα. Ωστόσο, ακόμα και αν δεν συμφωνεί με τίποτα, αναγνωρίζει την καλή του πρόθεση. Δεν αισθάνεται ότι χρειάζεται να σε «προστατέψει» από μένα, δεν αισθάνεται ότι «βάλλω» εναντίον σου. Μπορείς να το διαβάσεις. Κι από σένα εξαρτάται να το δεχτείς ή να το απορρίψεις.
Πόσο ακόμα θα μου τρώτε την ζωή με αυτή την υπόθεση, αφήστε με στην ησυχία μου πια.
Είναι η ίδια η ένταση στο νου σου που δεν σε αφήνει ήσυχη (και δεν αφήνει και κανέναν άλλον). Άσε αυτή την ενέργεια να περάσει από μέσα σου, να ξεσπάσει.
Μετά την μπόρα έρχεται νηνεμία. Τελικά η φύση ησυχάζει και μόνο ο μοναχικός κούκος καθρεφτίζεται στα χαλαρά νερά.
--------------------------
Υ.Γ. Μόλις έμαθα ότι θέλεις να πιάσεις σπίτι και δουλειά. Όπως εξήγησα παραπάνω, με την πολλή ύλη που έχετε, την οποία ήδη δεν προλαβαίνεις, φαίνεται μάλλον απίθανο ότι θα μπορούσες να δουλεύεις και να σπουδάζεις ταυτόχρονα (και ότι δεν θα σου έπαιρνε υπερβολικά μεγάλο διάστημα για να τελειώσεις). Και μετά, χωρίς μεταπτυχιακά, ένα δίπλωμα μιας σχολής δεν θα σε βοηθούσε και πολύ (ιδιαίτερα μάλιστα εφόσον αφορά την πολιτική, δηλαδή όχι κάτι πρακτικό και χρήσιμο στην αγορά εργασίας, όπως το να γνωρίζεις υπολογιστές).
Αυτή τη στιγμή, που είσαι μια όμορφη κοπέλα είκοσι χρονών, θα βρεις κάποια δουλειά και θα αισθανθείς ότι άφησες πίσω το πρόβλημά σου. Αλλά τι γίνεται αύριο; μεθαύριο; πώς θα μπορούσες να είσαι ανεξάρτητη απ' τους γονείς σου και να πληρώνεις νοίκι, όταν αύριο μπορεί να έχανες τη δουλειά σου και να μην μπορούσες πια να πληρώσεις; Σε είκοσι χρόνια πιθανότατα θα βρεθείς χωρίς τίποτα, και τότε θα χρειαστεί να στηριχτείς στην περιουσία των γονιών σου.
Ούτε είναι αυτή η εποχή όπου μπορείς να στηριχτείς σε κάποιο σύζυγο, γιατί υπάρχει τεράστια ανεργία στους νέους (δηλαδή απ' εδώ και πέρα θα υπάρχει τεράστια ανεργία στην Ελλάδα).
Όλα αυτά στα λέω γιατί έχω ζήσει κι έχω κλάψει πικρά με αυτές τις καταστάσεις. Η Ελλάδα βρίσκεται υπό οικονομική κατοχή.
Αυτά τώρα είναι ευαίσθητα και κρίσιμα χρόνια, γιατί τώρα οικοδομείς το μέλλον σου. Θα ήταν καλύτερα να συνεχίσεις το δρόμο που άρχισες, με πρακτικό τρόπο (το να σου πάρει 12 χρόνια να πάρεις ένα πτυχίο που δεν θα σου χρησιμεύσει και πολλά, δεν είναι πρακτικό). Αν "πνίγεσαι" βρισκόμενη στον ίδιο χώρο με τους γονείς σου, υπάρχουν άλλοι τρόποι να διευθετηθεί το θέμα. Μπορείς να έρθεις να μένεις στη γκαρσονιέρα μου (στην πλατεία της Αγίας Παρασκευής), εφόσον εγώ δεν τη χρησιμοποιώ αλλά μένω στο άσραμ. Σε έξι μήνες φεύγεις έτσι κι αλλιώς στη Γαλλία. Μετά, όταν γυρίσεις, μπορείς να συνεχίσεις να μένεις εδώ ή να σου αγοράσει η μητέρα σου σπίτι. (Ή μπορεί να σου αγοράσει από τώρα σπίτι.)
Μην προσπαθήσεις να τιμωρήσεις τους άλλους κάνοντας κακό στον εαυτό σου. (Ακόμα θυμάμαι που, όταν ήμουν παιδί, αφού ο πατέρας μου με είχε δείρει, ξάπλωνα στο κρεβάτι για ύπνο και φανταζόμουν ότι σκαρφαλώνω στο μπαλκόνι και πηδάω κάτω για να τον τιμωρήσω.) Οι άλλοι έκαναν και κάνουν το καλύτερο που μπορούν. Κάνε κι εσύ το καλύτερο που μπορείς. Αξιοποίησε την καλή σου διάνοια. Απόκτησε μια ελάχιστη κοινωνική δύναμη, για να μπορέσεις να ζήσεις.
Και παράλληλα, συγχώρεσέ τους.
Σε έχουμε όλοι στην καρδιά μας και σου ευχόμαστε το καλύτερο.
Κίμων
Πρώτο απαντητικό email της προς εμένα
Διάβασα επιλεκτικά κάποια σημεία. Aν και δεν ήθελα να μάθει η μητέρα μου τι αισθάνομαι και για δικό μου λόγo, δηλαδή ότι δεν θέλω να συζητήσω τα αισθήματά μου και αν αυτό για εσάς είναι δείγμα αδυναμίας, έστω. Το ένα που θέλω να τονίσω είναι πως ΣΕ ΚΑΜΙΑ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ δεν συμμάχησα με τον πατέρα μου να φύγει η μητέρα μου από το σπίτι! Ο πατέρας μου μού είπε πως στενοχωρήθηκε και ανησυχούσε που έφυγε η μητέρα μου και περίμενε να ακούσει από εμένα το ίδιο, εγώ απλά του απάντησα πως έχω σταματήσει εδώ και καιρό να την περιμένω. Άλλωστε σου έγραψα πως πιστεύω ότι εγώ είμαι αυτή που περισσεύει και δεν θέλω να τους δίνω την ευκαιρία να με βάζουν άλλο ανάμεσά τους. Το δεύτερο είναι πως, όταν αναφερόμουν στη ζωή σου, ο μόνος λόγος ήταν για να σου πω πως η γνώμη των άλλων δεν έχει σημασία.
Έμεινα για δύο μέρες στο δωμάτιό μου με κλειστά παντζούρια χωρίς φαγητό και νερό γράφοντάς σου το γράμμα, έπεσα και εγώ στο πάτωμα και κραύγαζα. Ένιωθα ότι η κατάσταση με ξεπερνούσε αλλά ένιωσα όντως όπως λες μια αφύπνιση, με την έννοια ότι κατάλαβα πολλά για το λόγο που φέρομαι όπως φέρομαι στους άλλους (όχι μόνο στους γονείς μου). Το πρώτο βήμα για να ξεπεράσεις τα προβλήματά σου είναι να συνειδητοποιήσεις, και το δεύτερο να αποβάλλεις την αρνητικότητα. Το μόνο αρνητικό πράγμα στη ζωή και το μυαλό μου είναι η κατάσταση στην οικογένειά μου και επειδή αυτή δεν θα αλλάξει ποτέ ικανοποιητικά για μένα, επιλέγω να απομακρυνθώ εγώ. Τέλος, δεν έχει σημασία για μένα να φτιάξω την ιδέα που έχουν οι γονείς μου για μένα και το αντίστροφο. Σας παρακαλώ όχι άλλες συμβουλές για το πώς να οργανώσω τη ζωή μου, έχω ήδη πάρει τις αποφάσεις μου και αν δεν πίστευα πραγματικά σε αυτές δεν θα είχα καταφέρει να συνέλθω, γιατί η κατάσταση που σου λέω δεν ήταν ξέσπασμα απλά, αλλά ένιωθα ότι έχασα την όρεξη να ζω παρά την όποια αφύπνιση προείπα. Αν ο Αποστόλης δεν ερχόταν να με πιέσει να πιω νερό και να φάω, τώρα θα ήμουν στο νοσοκομείο. Μπορεί να μην συμφωνούμε με πολλά, και δεν είναι ανάγκη κιόλας, μπορεί να κατακρίνεις πολλά που σκέφτομαι, λέω ή κάνω, αλλά μην ζητάς από εμένα τόσα πολλά και τόσο γρήγορα. Είμαι ένας απλός άνθρωπος και ήδη έχω επιδείξει πολλή περισσότερη δύναμη από πολλούς που μπορεί να αντιμετώπιζαν παρόμοια στη ηλικία μου.
ΥΓ. Σε ευχαριστώ για την πρόταση με το σπίτι, αλλά είναι μακριά από την σχολή μου και θέλω να πηγαίνω όσο συχνότερα γίνεται παρά την πρόθεσή μου να πιάσω δουλειά. Ήδη κάποιες εναλλακτικές επιλογές στέγασης πιο βολικές μού εμφανίζονται. Όσο για την απάντηση, ελπίζω να μπορέσω να την διαβάσω όλη λόγω του κόπου που έκανες, όμως και μόνο το λίγο που διάβασα, και η απάντηση που γράφω τώρα, μου δημιούργησαν πολύ αρνητισμό. Αν τη διαβάζω λίγο λίγο, θα μου έρχεται και ο αρνητισμός σε μικρές δόσεις.
Δεύτερο απαντητικό email της προς εμένα
Και κάτι ακόμα, δεν νιώθω ότι κάνω σάλτο από το μπαλκόνι, δεν αντιδρώ για να "την μπω" στους γονείς μου αλλά λαμβάνω αποφάσεις συνειδητοποιημένα. Κάποιες φορές για να επιταχυνθεί η εσωτερική επίλυση χρειαζόμαστε εξωτερικές αλλαγές. Νιώθω ότι απαξιώνεις τις αποφάσεις μου και τον τρόπο σκέψης μου. Ελπίζω να καταλαβαίνεις πως καθένας είναι διαφορετικός, δεν υπάρχει μία και σωστή απόφαση. Ακόμα και τις προτάσεις σου ή των γονιών μου να ακολουθούσα, δεν θα με έφερναν στον σωστό δρόμο γιατί δεν θα ήταν δικές μου. Αν η πρόθεσή σου είναι όντως καλή, θα μου δώσεις την ευκαιρία να τα κάνω όλα στον χρόνο που εγώ χρειάζομαι και με τον τρόπο που εγώ αντιλαμβάνομαι ως τον προτιμότερο.
Τελική απάντησή μου
"Αν η πρόθεσή σου είναι όντως καλή, θα μου δώσεις την ευκαιρία να τα κάνω όλα στον χρόνο που εγώ χρειάζομαι και με τον τρόπο που εγώ αντιλαμβάνομαι ως τον προτιμότερο."
Ασφαλώς, Ελένη. Εσύ είσαι ο σωστότερος άνθρωπος για να καθοδηγήσεις τη ζωή σου. Ακριβώς όπως εσύ απλά κάνεις μια υπόθεση ότι η ζωή μου περιστρέφεται γύρω από το κεφίρ, έτσι κι εγώ απλά κάνω υποθέσεις για οτιδήποτε λέω στο γράμμα. Ένας άνθρωπος ποτέ δεν μπορεί να είναι σίγουρος για τίποτα και δεν είμαι μες στο πετσί σου να ξέρω και να καταλαβαίνω τις λεπτομέρειες της ζωής σου.
Οτιδήποτε γράψω θα ήταν μηδέν αν δεν υποβάλλετο στην προσωπική σου κρίση. Απλά δίνω ερεθίσματα. Αν υποπτεύομαι ότι παίρνεις (ίσως) μια βιαστική απόφαση για την οποία πιθανά θα μετανιώσεις αργότερα, το εκφράζω. Κι εσύ τότε μετράς τον εαυτό σου και αναγνωρίζεις αν η κριτική (ή η προειδοποίηση) ήταν σωστή ή όχι.
Ο οδηγός μας είναι πάντα μέσα μας. Αν αισθανόμαστε το νου μας διαυγή, ακούσουμε τις προτάσεις των άλλων αλλά και πάλι μια φωνή μέσα μας μας λέει ότι ξέρουμε τι κάνουμε, τότε τι άλλο υπάρχει για να ειπωθεί;
Σε παρακαλώ μην με ξεχνάς. Στείλε μου καμιά φορά κανένα email. Ίσως απάντηση σε κάτι από αυτά που σου έχω γράψει, είτε κάτι άλλο.
Θα χαιρόμουν αν σταδιακά διάβαζες όλο το γράμμα. Έχω βάλει πολλή από την ψυχή μου σε αυτό. Από τα τόσα που έχω γράψει, δεν νομίζω ότι έγραψα ποτέ κάτι που με εξέφραζε τόσο βαθιά. Όχι στην κριτική μου προς εσένα, αλλά στην ένταση με την οποία έσκαψα μέσα μου για να μπορέσω να σου πω κάτι που θα είχε πραγματική αξία, που θα ήταν χρήσιμο για σένα και που θα ήταν αρκετά ενδιαφέρον για να το σκεφτείς.
Στο γράμμα επίσης λέω διάφορα για εμένα και τη Λίτζια για να σου παρέχω μια άποψη των πραγμάτων που αντιστοιχεί σε αυτό που αισθάνομαι ότι συμβαίνει, δηλαδή ότι η σχέση μου με τη Λίτζια είναι πνευματική. Δεν θέλω να το παρεξηγήσεις αυτό το σημείο. Η Λίτζια καταλαβαίνει πάρα πολλά και πραγματικά επικοινωνεί σε ένα ψυχικό επίπεδο. Γνωρίζω ότι έχει και μια άλλη πλευρά, που είναι λιγότερο ανοιχτή, αλλά την έχω κάνει πέρα. Και αισθάνομαι ότι οποιοσδήποτε την προσεγγίσει με καλό τρόπο, την προσεγγίσει από την καρδιά, θα επικοινωνήσει θαυμάσια μαζί της.
Ακόμα κι αν αισθάνεσαι ότι το έχεις κάνει κι έχει αποτύχει, δοκίμασέ το ξανά. Κάτσε και συζήτησε μαζί της φιλικά για το ποια είναι τα σχέδιά σου. Σε αγαπάει. Γιατί να μπει οτιδήποτε ανάμεσά σας;
Πολύ ταπεινά
Κίμων
Υ.Γ. Στο γράμμα μου λέω πολλά για τα συναισθήματά της προς εσένα.
Σε παρακαλώ, μην παραλείψεις να το διαβάσεις όλο. Θα με κάνει να αισθάνομαι ήσυχος ότι έκανα αυτό που μπορούσα για να θεραπεύσω την αναστάτωση που δημιούργησε το γράμμα μου.
Ήθελα σίγουρα κάτι να αλλάξει, αλλά χωρίς πληγές, χωρίς δυστυχία, χωρίς περισσότερο κακό.
Σίγουρα ούτε κι εγώ υποπτευόμουνα την ένταση που υπήρχε στις καρδιές σας.
Αν κρατηθείτε όλοι ψύχραιμοι κι ο νους σας κρατηθεί διαυγής, το γράμμα μπορεί να βγει σε καλό.
Και τότε το αερόστατο της ψυχής μου θα αλαφρώσει και θα υψωθεί.