Από πέλαγο έρχομαι μακρινό
κατάπληκτος και φοβισμένος
Ήμουν ατρόμητος μια φορά
και κόντρα στους ανέμους έπλεα, πάντα αντίθετα, σύμφωνα ποτέ.
Μέχρι μια μέρα σύννεφα πήδηξαν πελώρια
και βρυχόμενα έπιασαν το καράβι να το ξεκουνάνε,
μπρος πίσω, πάνω και μέσα στο νερό.
Δελφίνια χόρευαν ή κοιτούσαν έντρομα
και ξαφνικά βουβάθηκε η θάλασσα
και νόμισα πως σε μια στιγμή
ένα περίεργο μάτι που έβλεπε τη σκηνή έκλεισε.
Θε μου, σκέφτηκα, πνίγομαι
και γυρίζω αριστερά και βλέπω το Χριστό.
Με κοιτούσε και ήθελε να χαμογελάσειˑ
τον κοιτούσα και ήθελα να κλάψωˑ
κι ήρεμα, με φυσικότητα αμέριμνη, έσπασε το κατάρτι μου
κι άρχισε να κάνει η βάρκα νερά.
Αλεξάνδρα κορίτσι μου, βουλιάζω!
Έβγαλα τα μάτια απ’ το Χριστό
και κοίταξα τις όχθες,
σκοτεινές, σαρκαστικές, γελούσαν νόμισα συριστικά
κρατούμενες από ένα σφύριγμα που έμοιαζε με κλάμα.
Οδύνη, οδύνη, ο Χριστός έφυγε,
ο ουρανός έκλεισε, από κοράκια καμιά κραυγήˑ
έκλεισε ο ουρανός
και έμεινε μόνο στο λαιμό μου
στυφή γεύση τρόμου.
Άνοιξε τον κόλπο σου,
Αλεξάνδρα κορίτσι μου, κι άσε με μέσα.
Ω πώς κρυώνω!
Να μπω, να κουρνιάσω σε μια γωνιά,
ν’ απλώσω τα χέρια μου στο τζάκι
και να ονειρευτώ πως το κατάρτι βυθίστηκε στη θάλασσα
το καΐκι έγινε κομμάτια
και άξαφνα, ανάλαφρα, χωρίς να σκεφτώ
πήδηξα πάνω στο νερό
έπιασα το Χριστό απ’ το χέρι, τον αγκάλιασα
και προχωρήσαμε μαζί στον ορίζοντα,
σα να μας περίμενε ένα φιλικό φως κάπου,
κάπου κάτω απ’ τον χλωμό ουρανό...
Το νερό σκοτείνιασεˑ
οι όχθες ανοιγόκλεισαν τα δόντια
κι ένα κύμα γέλιου ορθώθηκε
απ’ τη μία άκρη της θάλασσας ως την άλλη
καθώς η Αλεξάνδρα σταύρωσε τα πόδια
και γλίστρησα στο παγωμένο νερό.