Κι έσκασε ένα σύννεφο πελώριο και μούλιασε ο ήλιος μέσα του και χλώμιασε
και στο τυφλό παραλήρημα ένας κλόουν γρύλισε πάνω στην πέτρα,
χωνί σκούφος στην κεφαλή, παρδαλό τραγίσιο πανταλόνι
και στους ώμους νεραϊδίσιο τριχωτό σάλι
και γρύλισε ο κλόουν και σφύριξε και τσίρλιξε και ρόγχισε:
θα μας μιλήσει για τη ζωή μας!
Και σηκώνει το ποδάρι, μια σβούρα το περνά, χορεύουν τα δάχτυλα, κοροϊδευτικά, περγελώντας,
δεύτερη σβούρα, τρίτη σβούρα
και ξάφνου καπνός τυλίγει την πέτρα και απ’ το χάος δυο κάμποι γεννιούνται
κι όπου φτάνει το μάτι σου ύαινες χορεύουν και ρεύονται και χάσκουν σκασμένα, τρελό γλέντι,
έσφαξαν και τρία αρνιά, άναψαν και μια φωτιά
κι είναι η φωτιά πελώρια και σφαδάζει και ανατρώει τα ίδια της τα σωθικά
κι οι ύαινες μπαίνουν μέσα στη φωτιά κι απ’ τα φλεγόμενα κόκαλα πράσινο μεθύσι ο πόνος ξεχειλίζει
και έγινε ο ουρανός καθρέφτης και στο γυαλί αγάπη φάνηκε πολλή,
μεγάλη λογική αγάπη και κτήρια πανεπιστημιακά και φωνές φιλοσόφων,
αρχηγοί αγέλων που θα σώσουνε το σύμπαν,
ατέλειωτο το πανηγύρι στις ντίσκο και στα κλαμπς
κι ήταν αυτός ένας ιδιαίτερος λαός, ο λαός του Θεού.
Καίει η φωτιά, μεγαλώνει η φωτιά και φουντώνει. Μπαίνουν μέσα οι ύαινες, σωρός η στάχτη. Γιγάντια λαμπάδα που υψώνεται τη μοίρα της ν’ αναζητήσει και ψηλώνει και ψηλώνει και κοντεύει τον ουρανό.
Κι άξαφνα, αναπάντεχα, στριγκό ράγισμα. Φτάνει η φλόγα τον καθρέφτη και τον ανοίγει
και σηκώνει ο κλόουν το δεύτερο πόδι και χορεύει
και στάζει, τώρα, ο ουρανός, αίμα.
Στριγκλίσματα, αναστενάγματα, λαχανιάσματα, βουρβουρητά,
σα λαμαρίνες που σχίζονται, σα βράχοι που χτυπάει πάνω τους αξίνα, σα σίφουνας που παρασύρει και σκοτώνει,
απίστευτο κακό.
Ράγισε ο ουρανός και τρέχουν τα κολασμένα πράματα έξω απ’ τον καθρέφτη να σωθούνε,
σπαράζει η πλάση, άλογα χλιμιντρίζουν,
πηδάει ο κλόουν, χορεύει, ιδρώνει και στριφογυρίζει σαν τρελός.
Και ξάφνου ερημιά, σαν όλα που σωπαίνουν, σαν το κάθε τι που σπάει, σαν να εξαντλήθηκαν οι ύαινες να μην πεθαίνουν πια,
απίστευτο κακό, απροσδόκητη ανησυχία, νομίζεις κουνιέται η γη, ανοίγει και βουτάνε μέσα της απερίγραπτες μορφές αγωνίας.
Τα πανεπιστήμια ερείπια, οι φιλόσοφοι λούφαξαν, κόπηκε το ρεύμα στις ντισκοτέκ, σκυλιά τριγυρίζουν στις σκοτεινές ξεχασμένες πόλεις και ουρλιάζουνˑ
αναστέναγμα σωστό, κάτι συμβαίνει, σαν κάτι να περιμένει, σαν να μην μπορεί μάτι τσακαλιού το σκοτάδι να σχίσει πια.
Αγωνία. Υπόκωφα σουρσουρίσματα. Πονηρές κρυμμένες ματιές.
Χορεύει ο κλόουν, πότε με το ένα ποδάρι, πότε με το άλλο
και πάνω στην τελευταία στιγμή σηκώνει και τα δυο πόδια στον αέρα και χάνεται στο κενό.
Στο παραπάνω ποίημα το πρώτο μέρος τελειώνει με τα λόγια:
"κι ήταν αυτός ένας ιδιαίτερος λαός, ο λαός του Θεού."
Έχω γράψει κι ένα εναλλακτικό δεύτερο μέρος, που είναι το εξής:
Κάτω στον κάμπο το θέαμα αγνώριστο, γέμισε ο δίκαμπος λυκάκια και κουνούν την πάνχοντρη ουρά τους και γρυλίζουν
γιατί κοιτούν την κόκκινη μάνα που τσιρίζει, ρόγχος θανάτου βαθιά στα σωθικά της, νικηφόρο ούρλιαγμα Χάρου
και η μεγάλη μάνα δουλεύει ασταμάτητα.
Και πήρε πάνω της η φωτιά κι έφτασε πολλές φορές το μέγεθός της
κι έγλειψαν οι απανωφλόγες της το γυαλιστερό τίποτα,
χόλιασε το γυαλί κι έσπασε και ρυτίδες έλουσαν την επιφάνειά του
κι από το μέσα του σακούλες τσίγκινα νεύρα ούρλιαξαν και έσκουξαν και κραυγές ακούστηκαν ατέλειωτες
και φάνηκε ο γελωτοποιός πάνω στο βράχο και κύκλωσε το άλλο το ποδάρι, "δεύτερη πράξη" σάλιωσε και σήκωσε τα χέρια του και τ' άνοιξε
κι από την αγκαλιά του μια έρημος ξεφύτρωσε και από το χώμα μια ταμπέλα έφτανε μέχρι τον ήλιο κι έσταζε αιμάτινα γράμματα "Ανθρώπινος Πόνος".
Μαυροντυμένα γεράσματα έσερναν ακούραστο μοιρολόι
και βρέφη, σκατά δύο ή τριών χρόνων μάζευαν σπασμένα τούβλα και πύργωναν φρούρια και απάτητες πολεμίστρες.
Και μες στα χαλάσματα νέοι του πολέμου εκπαίδευαν τους μυς τους για τη μάχη
και κοπελούδες της παντρειάς άνοιγαν τα στήθη τους και τα 'δειχναν στον ουρανό μήπως έχει τίποτα να μηνύσει.
Και από τα σύννεφα βροντές έσπασαν το ασάλευτο χάλι
κι έβρεξε ο ουρανός βαθυκόκκινο γκριζαρωπό αίμα
και οι παρθένες άπλωσαν τα χέρια και λούστηκαν με αυτό
και οι μάνες έβαλαν προσκεφάλι τα μωρά, γιατί το αίμα πιο πολύ απ' όλους τα μωρά το γιόρταζαν.
Κι έσκασε πάνω στο βράχο ο κλόουν και ήταν ένα αστείο ξεπνεμένο και χλωμό να τον λυπάσαι,
σήκωσε τις δυο πατούσες ψηλά, "Τρίτη Πράξη" γέλιωσαν και ξεψύχησε
κι απ' την ψυχή του μια πολιτεία τσιμέντωσε δύο τριχόρταρους κάμπους
και γαλαζοκόκκινοι πάνκηδες ονόμαζαν ερειπωμένους τοίχους "Ελευθερία ή θάνατος"
και μπροστά από τους πάνκηδες μαύρα αλεξίσθωτα διαστημικά λεωφορεία διαφήμιζαν περφάνια και πληρότητα,
τρεις κραυγές νεογέννητων μαχαίρωσαν τη σιγαλιά
και από μια πολυτάραχη άχρωμη τηλεόραση
εικόνες και ήχοι αγκάλιαζαν τους πεθαμένους
και με περίσσιο μπρίο χωράτευαν μαζί τους για το Χάρο.
Και ψηλά ο καθρέφτης της γης, ο ουρανός
και μια φωτιά έκαιγε διαρκώς τα σωθικά της
και είπαν πως την αχόρταγη αυτή φωτιά την είπαν, ήταν,
ο Ήλιος.