Πηδά η ανάρρωση σα τη γαζέλα κι έρχεται.
Δε βιάζεται.
Πάνω απ’ τις σχισμές της γηςˑ
πάνω απ’ τους λάκκους.
Σηκώνει το σώμα και ανυψώνεταιˑ
στέκεται στον αέρα. Νωχελικά.
Και καθώς πέφτει μετά
θα ’λεγες πως τραγουδά ένα τραγούδι.
Ένα αργό τραγούδι.
Πως ο άρρωστος
χαμογελά.
Σα τη γαζέλα που πηδά
σα τις σχισμές του εδάφους
σα τα μερμήγκια, πολλά μερμήγκια
και τα λουλούδια μες στα νερά.
Σηκώνεται η γαζέλα
γελά ο άρρωστος
και η ανάρρωση πέφτει ξανά.