Αλήτης

πίσω σε: Ποιήματά μου
Μοιραστείτε το:

Βρυχήθηκε ο ουρανός και λούφαξε η πλάση.
Άστραψε μια, δυο φορές και άρχισε να βρέχει.
Έτρεχα από δέντρο σε δέντρο.
Έψαχνα μια κουφάλα, μια σπηλιά.
Έγιναν τα ρούχα μου πανί, έτρεμα ώς το κόκαλο.
Και μέσ’ στην υγρή αγωνία ήρθε άξαφνα στην καρδιά μου
το όραμα μιας βίλας
με κήπο
με σκυλιά
με τζαμόπορτες μεγάλες
και μ’ ανοιχτά τα μάτια ονειρεύτηκα
πως πια αλήτης δεν ήμουν,
πως είχα γυναίκα και παιδιά,
και πως έρχονταν με τη σάκα την ηλιόλουστη μέρα,
αμέριμνα πατώντας στο πράσινο χορτάρι,
γονάτιζαν δίπλα στην πισίνα,
νωχελικά,
με κοιτούσαν αφηρημένα
κι ήταν σαν να μην έβρεχε πια.

Άστραψε μια, ακόμα δυο φορές
και άρχισε να βρέχει
και μέσ’ στην υγρή αγωνία νόμισα
πως πια δεν ήμουν αλήτης,
πως ήμουν ξανά δεκαπέντε χρονών
κι έπαιζα με τα παιδιά ράγκμπι
και μέσ’ στον ιδρώτα γύρναγα προς την πόρτα του σπιτιού μου
κι έβλεπα τη μητέρα μου να κεντά.
Και νόμισα ακόμα
πως βγήκα βόλτα με τον πατέρα
και πήγαμε στην αγορά
και κοίταζα ώρα ξαφνιασμένος
ένα αιωρούμενο μπαλόνι
κι ο πατέρας μού το ’κανε δώρο,
μα σαν γύρισα σπίτι νόμισα
πως το μπαλόνι ήθελε να φύγει,
άφησα την κλωστή
και χάθηκε στον ουρανό.

Και όπως έβρεχε τώρα μέσ’ στη νεροποντή,
θυμήθηκα ξανά το μπαλόνι τούτο
και κάθισα γυμνός χάμω στην κάθετη βροχή,
έκλεισα τα μάτια μου
και το είδα να διαβαίνει,
να χαιρετάει και να φωνάζει ,
μέσ’ στον δριμύ αέρα,
παράξενα σήματα που δεν καταλάβαινα,
ελπίδες που είχα ξεχάσει,
παιδικά μπουσουλήματα
κι άναρθρες χαρούμενες κραυγές.

Είδα μέσ’ στη βροχή
πως αλήτης δεν ήμουν,
πως είχα παρελθόν και μέλλον
και πως ήταν ο κόσμος ένας κήπος
που έμπαινα βόλτα με τον πατέρα,
αγόραζα ένα μπαλόνι
και δεν μου ’φευγε πια.