Eat Pray Love (διάσημη ταινία για τις πνευματικές εμπειρίες της Ελίζαμπεθ Γκίλμπερτ)

πίσω σε: Πνευματική λογοτεχνία
Μοιραστείτε το:

(εκδόσεις Μίνωας)
Διεθνές μπεστ σέλερ, που γυρίστηκε σε ταινία (η οποία προβλήθηκε και στη χώρα μας) με πρωταγωνίστρια την Τζούλια Ρόμπερς.
Το περιοδικό TIME περιέλαβε την Ελίζαμπεθ Γκίλμπερτ ανάμεσα στους 100 ανθρώπους με τη μεγαλύτερη επιρροή για το 2007, και στην κριτική του βιβλίου έγραψε για αυτήν:
«Αν υπάρχει αυτή τη στιγμή καλύτερος συγγραφέας από την Γκίλμπερτ, εγώ πάντως δεν τον ξέρω… Η γραφή της είναι ένα μείγμα ευφυΐας, χιούμορ και ζωντάνιας που την κάνουν ακαταμάχητη.»

 

(Αποσπάσματα)
(σελ 251)
Η αναζήτηση του Θεού είναι η αναστροφή της φυσικής, γήινης και υλιστικής τάξης. Στην αναζήτηση του Θεού, αφήνεις αυτό που σε ελκύει και κολυμπάς προς αυτό που είναι δύσκολο. Εγκαταλείπεις την άνεσή σου και τις γνώριμες συνήθειες, με την ελπίδα (μόνο με την ελπίδα!) ότι θα σου δοθεί κάτι σπουδαιότερο σε αντάλλαγμα αυτού που παράτησες. Όλες οι θρησκείες του κόσμου λειτουργούν πάνω στην ίδια, κοινή αντίληψη του τι σημαίνει να είσαι καλός θρησκευόμενος. Να σηκώνεσαι νωρίς και να προσεύχεσαι στον Θεό σου, να καλλιεργείς τις αρετές σου, να είσαι καλός γείτονας, να σέβεσαι τον εαυτό σου και τους άλλους, να δαμάζεις τις επιθυμίες σου. Όλοι συμφωνούμε πως θα ήταν ευκολότερο να κοιμόμαστε ως αργά, και πολλοί από μας το κάνουμε, αλλά επί χιλιάδες χρόνια υπήρξαν άλλοι που προτιμούσαν να ξυπνούν από τα χαράματα για να κάνουν την προσευχή τους. Κι ύστερα, πάσχιζαν γενναία να τηρήσουν τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις μέσα στην παραφροσύνη άλλης μιας μέρας.
Οι ευσεβείς άνθρωποι αυτού του κόσμου τελούν το τελετουργικό χωρίς καμιά εγγύηση πως κάποτε θα προκύψει κάτι καλό. Φυσικά, υπάρχουν πολλά ιερά κείμενα και πολλοί ιερείς που δίνουν άφθονες υποσχέσεις για το τι θα κερδίσεις με τις καλές σου πράξεις (ή φοβέρες για την τιμωρία που σε περιμένει αν παρεκκλίνεις), αλλά ακόμα και η αποδοχή όλων αυτών είναι μια πράξη πίστης, γιατί κανείς από μας δεν έχει δει το τέλος του παιχνιδιού. Η ευλάβεια είναι εργασία χωρίς ασφάλιση. Η πίστη είναι ένας τρόπος για να πεις: «Ναι, δέχομαι εκ των προτέρων τους νόμους του σύμπαντος και ενστερνίζομαι αυτό που αδυνατώ να κατανοήσω προς το παρόν». Υπάρχει λόγος που μιλάμε για «άλμα πίστης». Γιατί η απόφαση συναίνεσης σε οποιαδήποτε αντίληψη περί θείου είναι ένα μεγάλο άλμα από το λογικό προς το άγνωστο και δε με νοιάζει πόσο φιλότιμα προσπαθούν οι μελετητές της κάθε θρησκείας να σε καθίσουν κάτω με στοίβες βιβλία και να σου αποδείξουν με ιερά κείμενα ότι η δική τους πίστη είναι πραγματικά λογική. Γιατί δεν είναι. Αν η πίστη είχε λογική, θα έπαυε –εξ ορισμού- να είναι πίστη. Πίστη είναι η προσήλωση στο αόρατο, το αναπόδεικτο και το άπιαστο. Πίστη είναι το να προχωρείς ολοταχώς μέσα στο σκοτάδι. Αν γνωρίζαμε εκ των προτέρων πραγματικά όλες τις απαντήσεις για το νόημα της ζωής, τη φύση του Θεού και το πεπρωμένο των ψυχών μας, η πεποίθησή μας δεν θα ήταν ένα άλμα πίστης ούτε μια θαρραλέα πράξη ανθρωπιάς. Θα ήταν απλώς μια συνετή ασφάλεια ζωής.
Δε με ενδιαφέρει ο τομέας των ασφαλίσεων. Βαρέθηκα το σκεπτικισμό, εκνευρίζομαι με την πνευματική σύνεση, βαριέμαι και νιώθω καμένη από τις εμπειρικές διαμάχες. Δε θέλω να ακούσω πια λέξη. Σκοτίστηκα για στοιχεία, αποδείξεις και ασφάλειες. Το μόνο που θέλω είναι ο Θεός. Θέλω να έχω το Θεό μέσα μου. Θέλω να παίζει ο Θεός στο αίμα μου όπως παίζει ο ήλιος πάνω στα νερά.

(σελ 298)
Ακόμα και στα πιο απίθανα και συντηρητικά μέρη, βρίσκεις καμιά φορά τη φωτισμένη ιδέα ότι μπορεί ο Θεός να είναι μεγαλύτερος απ’ ό,τι μας διδάσκουν τα περιορισμένα θρησκευτικά δόγματα. Το 1954, απ’ όλους τους ανθρώπους, ο Πάπας Πίος ΧΙ έστειλε μερικούς αντιπροσώπους του Βατικανού σε ένα ταξίδι στη Λιβύη με τις εξής γραπτές οδηγίες: «ΜΗ θεωρείτε ότι βρίσκεστε μεταξύ απίστων. Και οι Μουσουλμάνοι φθάνουν στη σωτηρία. Οι δρόμοι της θείας πρόνοιας είναι άπειροι».
Αλλά δεν είναι λογικό; Ότι το άπειρο είναι πράγματι… άπειρο; Ότι ακόμα και οι πιο άγιοι από μας μπορούν να βλέπουν ανά πάσα στιγμή μόνο σκορπισμένα κομμάτια της αιώνιας εικόνας; Και ότι αν μπορούσαμε να συγκεντρώσουμε αυτά τα κομμάτια και να τα συγκρίνουμε, θα άρχιζε να εμφανίζεται μια ιστορία για το Θεό που μοιάζει να περικλείει τους πάντες; Και μήπως η ατομική λαχτάρα για το υπερβατικό δεν είναι μέρος της ευρύτερης ανθρώπινης αναζήτησης του θείου; Δεν έχουμε όλοι το δικαίωμα να συνεχίσουμε την αναζήτηση μέχρι να πλησιάσουμε όσο το δυνατόν στην πηγή του θαύματος; Έστω κι αν αυτό σημαίνει ότι θα πάμε στην Ινδία και θα φιλάμε για ένα διάστημα δέντρα στο σεληνόφως;
Με άλλα λόγια, να ’μαι στη γωνία. Να ’μαι στο φως του προβολέα. Αναζητώντας τη θρησκεία μου.

Και ένα άλλο, πολύ διαφωτιστικό για το θέμα μας απόσπασμα από το ίδιο βιβλίο της Ελίζαμπεθ Γκίλμπερτ. Το αρχικό κομμάτι αναφέρεται σε μια εμπειρία που είχε ενώ έκανε διαλογισμό σε άσραμ (κοινόβιο γιόγκα) στην Ινδία:

(σελ. 204)
Νιώθω το σώμα μου να πάλλεται από μια απαλή, γαλάζια ηλεκτρική ενέργεια, που έρχεται κατά κύματα. Είναι λίγο ανησυχητικό, αλλά και εκπληκτικό. Δεν ξέρω τι να κάνω κι έτσι μιλάω νοερά σ’ αυτή την ενέργεια. Της λέω «Πιστεύω σ’ εσένα» κι εκείνη αντιδρά αυξάνοντας σε δύναμη και όγκο. Τώρα είναι πραγματικά ισχυρή, σαν να έχει απαγάγει όλες τις αισθήσεις μου. Βουίζει από τη βάση της σπονδυλικής μου στήλης. Νιώθω λες και ο λαιμός μου θέλει να τεντωθεί και να στρίψει. Του το επιτρέπω και μετά κάθομαι σ’ αυτή την παράξενη στάση – με τη ράχη στητή, αλλά το αριστερό αυτί να πιέζεται πάνω στον αριστερό μου ώμο. Δεν ξέρω γιατί το κεφάλι κι ο λαιμός μου θέλουν να κάνουν έτσι, εγώ όμως δεν πρόκειται να τσακωθώ μαζί τους. Είναι επίμονοι. Το σώμα μου εξακολουθεί να πάλλεται ολόκληρο απ’ αυτή τη γαλάζια ενέργεια, ακούω κάτι σαν βουητό και τώρα είναι τόσο δυνατό, που δεν το αντέχω πια. Με τρομάζει τόσο πολύ ώστε λέω «Δεν είμαι έτοιμη ακόμα» και ανοίγω τα μάτια μου. Όλα χάνονται. Επιστρέφω στην αίθουσα, στο περιβάλλον μου. Κοιτάζω το ρολόι μου. Βρίσκομαι εδώ –ή κάπου αλλού- σχεδόν μία ώρα.
Ανασαίνω κυριολεκτικά λαχανιασμένα.

Η κατανόηση του τι ήταν αυτή η εμπειρία, τι συνέβαινε εκεί, φέρνει στην επιφάνεια ένα θέμα μάλλον εσωτερικό και ακανθώδες, που λέγεται το ζήτημα kundalini shakti (ενέργεια κουνταλίνι).
Όλες οι θρησκείες του κόσμου έχουν ένα υποσύνολο πιστών που αναζητούν μια άμεση, υπερβατική εμπειρία με το Θεό, ξεχνώντας λίγο τα βασικά ιερά κείμενα ή τη δογματική μελέτη, προκειμένου να συναντήσουν προσωπικά το θείο. Το ενδιαφέρον με αυτούς τους μυστικιστές είναι πως, όταν αναφέρονται στις εμπειρίες τους, στο τέλος περιγράφουν όλοι το ίδιο ακριβώς περιστατικό. Γενικά, η ένωσή τους με το Θεό συμβαίνει σε κατάσταση διαλογισμού και ελευθερώνεται από μια πηγή ενέργειας που πλημμυρίζει όλο τους το σώμα με ευφρόσυνο, ηλεκτρικό φως. Οι Ιάπωνες αποκαλούν αυτή την ενέργεια Ki, οι Κινέζοι Βουδιστές την αποκαλούν chi, οι Μπαλινέζοι taksu, οι Χριστιανοί Άγιο Πνεύμα, Οι Βουσμάνοι Καλαχάρι n/um (οι άγιοί τους το περιγράφουν σαν μια δύναμη που ανεβαίνει όπως το φίδι από τη σπονδυλική στήλη και σχηματίζει στο κεφάλι ένα άνοιγμα απ΄ όπου μπαίνουν οι θεοί). Οι Ισλαμιστές ποιητές Σούφι αποκαλούσαν τη θεϊκή ενέργεια «ο Αγαπημένος» και της έγραφαν λατρευτικά ποιήματα. Οι ιθαγενείς της Αυστραλίας περιγράφουν ένα φίδι που κατεβαίνει από τον ουρανό στο μάγο και του χαρίζει φοβερές, υπερφυσικές δυνάμεις. Στην ιουδαϊκή παράδοση Καμπάλα, αυτή η ένωση με το θείο λέγεται ότι διέρχεται από διάφορα στάδια πνευματικής ανάτασης, με ενέργεια που διαπερνά τη σπονδυλική στήλη καθώς και μια σειρά αόρατων μεσημβρινών.
Η Αγία Τερέζα της Άβιλα, η πιο μυστικιστική καθολική μορφή, περιέγραψε την ένωσή της με το Θεό σαν μια ανάβαση του φωτός μέσα από επτά εσωτερικούς «οίκους» του σώματος και της ύπαρξής της, μέχρι που η Αγία βρέθηκε μπροστά στο Θεό. Με το διαλογισμό, έφτανε σε τόσο βαθιά κατάσταση καταληψίας, που οι άλλες καλόγριες δεν έπιαναν καν το σφυγμό της. Εκείνη τις ικέτευε να μην πουν πουθενά αυτό που είχαν δει, γιατί ήταν «πολύ περίεργο πράγμα και πιθανόν να προκαλούσε μεγάλες συζητήσεις». (Για να μην πούμε και καμιά ανάκριση από την Ιερά Εξέταση.) Η δυσκολότερη πρόκληση, έγραφε η Αγία Τερέζα στα απομνημονεύματά της, ήταν να μη λειτουργεί η διάνοια κατά τη διάρκεια του διαλογισμού, γιατί οποιαδήποτε σκέψη, ακόμα και η πιο θερμή προσευχή, θα σβήσει τη φωτιά του Θεού. Άπαξ και το μπελαλίδικο μυαλό «αρχίσει να συνθέτει ομιλίες και να επινοεί επιχειρήματα, ειδικά αν είναι έξυπνα, σε λίγο θα φαντάζεται ότι κάνει κάτι σπουδαίο». Αν όμως μπορέσεις να ξεπεράσεις αυτές τις σκέψεις, εξηγούσε η Αγία Τερέζα, και να ανεβείς προς το Θεό, «είναι μια μεγαλειώδης παραζάλη, μια ουράνια παραφροσύνη, όπου κατακτάται η πραγματική σοφία». Επαναλαμβάνοντας εν αγνοία της την ποίηση του Πέρση Σούφι μυστικιστή Χαφίζ, που ρωτούσε γιατί δεν ουρλιάζουμε όλοι σαν τρελοί αφού ο Θεός είναι τόσο γεμάτος αγάπη, η Αγία Τερέζα φώναζε στην αυτοβιογραφία της: «Αν αυτές οι θείες εμπειρίες είναι απλώς τρέλα, τότε, Σε ικετεύω, πατέρα, Τρέλανέ μας όλους!»
Μετά, στην επόμενη πρόταση του βιβλίου της, είναι σαν να κρατάει την ανάσα της. Διαβάζοντας σήμερα την Αγία Τερέζα, τη νιώθεις σχεδόν να βγαίνει από την παραληρηματική εμπειρία της, να κοιτάζει γύρω της το πολιτικό κλίμα της μεσαιωνικής Ισπανίας (όπου ζούσε κάτω από την πιο καταπιεστική θρησκευτική τυρρανία της ιστορίας) και να απολογείται σοβαρά και υπάκουα για τον ενθουσιασμό της. Γράφει: «Συγχωρέστε με αν υπήρξα πολύ τολμηρή» και επαναλαμβάνει πως πρέπει να αγνοηθούν οι ηλίθιες φλυαρίες της γιατί είναι γυναίκα, δηλαδή ένα σκουλήκι, ένα τιποτένιο ζωύφιο κλπ. Σχεδόν τη βλέπεις να στρώνει τις φούστες τής μοναχής και να παραμερίζει τα τελευταία ατίθασα τσουλούφια των μαλλιών της, έχοντας το θείο μυστικό της κρυμμένο σαν λαμπερή φωτιά.
Στην ινδική παράδοση γιόγκα, αυτό το θείο μυστικό λέγεται κουνταλίνι σάκτι κι απεικονίζεται σαν ένα φίδι κουλουριασμένο στη βάση της σπονδυλικής στήλης, μέχρι που ελευθερώνεται από το άγγιγμα του δασκάλου ή από ένα θαύμα. Και τότε, αναβαίνει προς τα πάνω, περνάει από τα επτά τσάκρα ή τροχούς (που αποκαλούνται και οίκοι της ψυχής) και τελικά βγαίνει από το κεφάλι σε μια εκρηκτική ένωση με το Θεό. Αυτά τα τσάκρα δεν υπάρχουν στα χονδροφυή σώματα, λένε οι Γιόγκι, γι΄ αυτό μην τα ψάχνετε εκεί. Υπάρχουν μόνο στα λεπτοφυή σώματα, σ΄ αυτά που εννοούν οι Βουδιστές δάσκαλοι όταν ενθαρρύνουν τους μαθητές τους να βγάλουν από το σώμα τους έναν καινούργιο εαυτό, όπως τραβάμε ένα σπαθί από το θηκάρι του. Ο φίλος μου ο Μπομπ, που είναι μαθητής γιόγκα και νευρολόγος, μου είπε πως τον ιντριγκάριζε ανέκαθεν η ιδέα των τσάκρα και πως ήθελε να τα δει σε ένα ανατεμνόμενο ανθρώπινο σώμα, προκειμένου να πιστέψει στην ύπαρξή τους. Αλλά ύστερα από μια ιδιαίτερα υπερβατική εμπειρία διαλογισμού, κατέληξε σε μια καινούργια θεώρηση. Έλεγε: «Όπως υπάρχει στο γράψιμο η κυριολεκτική και η ποιητική αλήθεια, έτσι υπάρχει και στον άνθρωπο η πραγματική και η ποιητική ανατομία. Τη μία τη βλέπεις, την άλλη όχι. Η μία αποτελείται από οστά, δόντια και σάρκα. Η άλλη αποτελείται από ενέργεια, μνήμη και πίστη. Αλλά είναι και οι δύο εξίσου αληθινές.»
Μ’ αρέσει όταν επιστήμη και πίστη διασταυρώνονται. Βρήκα πρόσφατα στους New York Times ένα άρθρο για μια ομάδα νευρολόγων που τοποθέτησε ηλεκτρόδια σε έναν εθελοντή Θιβετιανό μοναχό, για ένα πειραματικό εγκεφαλογράφημα. Ήθελαν να δουν τι συμβαίνει από επιστημονικής πλευράς σε έναν εγκέφαλο κατά τη διάρκεια του υπερβατικού διαλογισμού. Στον εγκέφαλο ενός φυσιολογικού, σκεπτόμενου ατόμου υπάρχει πάντα μια ηλεκτρική καταιγίδα από σκέψεις και παρορμήσεις που καταγράφονται στο εγκεφαλογράφημα ως κίτρινες και κόκκινες λάμψεις. Όσο πιο οργισμένο ή ανυπόμονο γίνεται το υποκείμενο, τόσο πιο έντονες και δυνατές είναι αυτές οι λάμψεις. Αλλά οι μυστικιστές όλων των εποχών και πολιτισμών περιγράφουν πάντα μια ακινησία του εγκεφάλου κατά τη διάρκεια του διαλογισμού και λένε πως η υπέρτατη ένωση με το Θεό είναι ένα γαλάζιο φως που νιώθουν να ακτινοβολεί από το κέντρο του κρανίου τους. Στην παράδοση των Γιόγκι, αυτό λέγεται «γαλάζιο μαργαριτάρι» και είναι ο στόχος κάθε αναζητητή. Φυσικά, αυτός ο Θιβετιανός μοναχός, που παρακολουθούσαν με μόνιτορ κατά τη διάρκεια του διαλογισμού, κατάφερε να ηρεμήσει τον εγκέφαλό του σε τέτοιο βαθμό, ώστε δε φαινόταν καμία κόκκινη ή κίτρινη λάμψη. Για την ακρίβεια, όλη η νευρολογική ενέργεια αυτού του ανθρώπου συγκεντρώθηκε και συμπυκνώθηκε τελικά στο κέντρο του εγκεφάλου. Το έβλεπες καθαρά στο μόνιτορ, είχε γίνει ένα μικρό, ψυχρό, φωτεινό γαλάζιο μαργαριτάρι. Όπως ακριβώς το περιέγραφαν ανέκαθεν οι Γιόγκι.
Αυτός είναι ο προορισμός της ενέργειας κουνταλίνι.
Στη μυστικιστική Ινδία, όπως και σε πολλές σαμανιστικές παραδόσεις, η ενέργεια κουνταλίνι θεωρείται επικίνδυνη δύναμη αν παίζεις μαζί της χωρίς επίβλεψη. Ο άπειρος Γιόγκι θα μπορούσε κυριολεκτικά να τινάξει τα μυαλά του. Χρειάζεσαι έναν δάσκαλο, έναν γκουρού να σε οδηγεί σ’ αυτό το μονοπάτι και, ιδανικά, ένα σίγουρο μέρος, όπως τα Άσραμ, όπου θα κάνεις εξάσκηση. Λέγεται ότι το άγγιγμα του γκουρού (είτε κυριολεκτικά είτε ως μια πιο υπερφυσική συνάντηση, σαν σε όνειρο) ελευθερώνει τη συγκεντρωμένη ενέργεια κουνταλίνι από τη βάση της ραχοκοκαλιάς και της επιτρέπει να αρχίσει την ανοδική διαδρομή της προς το Θεό. Η στιγμή της απελευθέρωσης λέγεται σάκτι πατ, θεία μυσταγωγία, και είναι το μεγαλύτερο δώρο του φωτισμένου δασκάλου. Μετά το άγγιγμα, ο μαθητής μπορεί να χρειαστεί χρόνια δουλειάς μέχρι τη φώτιση, αλλά τα ταξίδι έχει επιτέλους αρχίσει. Η ενέργεια έχει απελευθερωθεί.
Εγώ μυήθηκα πριν από δύο χρόνια, όταν πρωτογνώρισα την γκουρού μου στη Νέα Υόρκη. Είχε αποσυρθεί για ένα Σαββατοκύριακο στο άσραμ του Κάτσκιλς. Για να είμαι ειλικρινής, δεν ένιωσα τίποτα ιδιαίτερο μετά. Εγώ ήλπιζα σε μια εκτυφλωτική συνάντηση με τον Θεό, ή έστω μια γαλάζια αστραπή, ένα προφητικό όραμα, αλλά έψαξα στο σώμα μου τυχόν σημάδια και το μόνο που ένιωσα ήταν μια αόριστη πείνα, ως συνήθως. Θυμάμαι ότι σκεφτόμουν πως ίσως δε διέθετα αρκετή πίστη για να βιώσω κάτι πραγματικά συγκλονιστικό, όπως η ενέργεια κουνταλίνι. Θυμάμαι ότι σκεφτόμουν πως ήμουν υπερβολικά εγκεφαλική και ελάχιστα διαισθητική και πως ο θρησκευτικός μου δρόμος θα ήταν περισσότερο διανοητικός παρά εσωτερικός. Θα προσευχόμουν, θα διάβαζα βιβλία, θα έκανα ενδιαφέρουσες σκέψεις, αλλά ίσως δεν έφτανα ποτέ την ευλογία του θείου διαλογισμού που περιγράφει η Αγία Τερέζα. Δε με πείραζε όμως. Εξακολουθούσε να μου αρέσει η τακτική της προσευχής. Απλούστατα, η ενέργεια κουνταλίνι δεν ήταν για μένα.

[Αυτό που θα περιγράψει στη συνέχεια δεν είναι όνειρο. Είναι μια από τις χαρακτηριστικές οραματικές εμπειρίες που μοιάζουν με όνειρο, κατά τις οποίες οι άγιοι έρχονται σε επαφή με εμάς.]

Την άλλη μέρα όμως, συνέβη κάτι πραγματικά ενδιαφέρον. Η γκουρού μάς είχε συγκεντρώσει όλους, για μια ακόμα φορά. Μας έβαλε να διαλογιστούμε και στα μισά της ώρας αποκοιμήθηκα (ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων) και είδα ένα όνειρο. Είδα ότι βρισκόμουν σε μια θαλασσινή αμμουδιά. Τα κύματα ήταν τεράστια, τρομακτικά και φούσκωναν γρήγορα. Ξαφνικά, εμφανίστηκε δίπλα μου ένας άνθρωπος. Ήταν ο δάσκαλος της γκουρού μου, ένας σπουδαίος, χαρισματικός γιόγκι, που θα τον αναφέρω εδώ ως Σουάμιτζι (στα σανσκριτικά σημαίνει αγαπημένος μοναχός). Ο Σουάμιτζι είχε πεθάνει το 1982. Τον ήξερα μόνο από τις φωτογραφίες του στο άσραμ. Πρέπει να παραδεχτώ πως, ακόμα και στις φωτογραφίες, έβρισκα αυτό τον τύπο κάπως υπερβολικά τρομακτικό, υπερβολικά ισχυρό και υπερβολικά ξαναμμένο για τα γούστα μου. Απέφευγα να τον σκέφτομαι για κάμποσο διάστημα και, γενικά, απέφευγα το βλέμμα του όπως με κοιτούσε από τους τοίχους. Έμοιαζε κυρίαρχος. Δεν ήταν ο τύπος μου. Προτιμούσα πάντοτε την όμορφη, πονετική, θηλυκή και ζωντανή δασκάλα μου απ’ αυτό τον πεθαμένο (αλλά πάντα άγριο) άνθρωπο.
Τώρα όμως ο Σουάμιτζι ερχόταν στον ύπνο μου και στεκόταν επιβλητικός δίπλα μου στην αμμουδιά. Ήμουν έντρομη. Εκείνος έδειξε τα κύματα που πλησίαζαν και είπε αυστηρά: «Θέλω να βρεις έναν τρόπο να μη συμβεί αυτό.» Άρπαξα ένα σημειωματάριο και προσπάθησα να σχεδιάσω διάφορες λύσεις που θα εμπόδιζαν τα κύματα του ωκεανού να έρχονται. Σχεδίασα τεράστιους κυματοθραύστες, κανάλια και φράγματα. Ωστόσο, όλα μου τα σχέδια ήταν πολύ ηλίθια και άχρηστα. Ήξερα ότι δε βρισκόμουν καθόλου στο στοιχείο μου (δεν είμαι δα μηχανικός!) αλλά ένιωθα τον Σουάμιτζι να με παρακολουθεί ανυπόμονα και επικριτικά. Κάποτε παραιτήθηκα. Καμιά από τις επινοήσεις μου δεν ήταν αρκετά έξυπνη ή δυνατή ώστε να εμποδίσει τα κύματα να σκάνε.
Και τότε άκουσα το Σουάμιτζι να γελάει. Κοίταξα τον μικροκαμωμένο Ινδό με την πορτοκαλί φορεσιά που έσκαγε κυριολεκτικά στα γέλια, κρατώντας την κοιλιά του και σκουπίζοντας εύθυμα τα δάκρυα από τα μάτια του.
«Πες μου, καλή μου» είπε δείχνοντας προς τον απέραντο, πανίσχυρο, ατέλειωτο, φουρτουνιασμένο ωκεανό. «Πες μου, αν έχεις την καλοσύνη, πώς ακριβώς σκόπευες να σταματήσεις κάτι τέτοιο
----------
Σχετικό βίντεο που ανέβασα, με τίτλο
"Eat Pray Love, Τζούλια Ρόμπερτς και διαλογισμός "
είναι αυτό
.