Μαχαμπαράτα

πίσω σε: Επιστημονικές απάτες / Η θεωρία του Δαρβίνου
Μοιραστείτε το:

Ακολουθούν τρία αποσπάσματα από το γνωστό ινδικό έπος Μαχαμπαράτα (προ ετών παίχτηκε και παραγωγή του BBC στην ελληνική τηλεόραση ). Μπορείτε να με ακούσετε να τα απαγγέλλω σε αυτό το βίντεο (χρόνος 1:45:09).

 

(Ο Βυάσα (ο αφηγητής της Μαχαμπαράτα) καταγράφει τα μοιρολόγια που συντροφεύουν το βασιλιά Ντουριόντανα αυτές τις τελευταίες στιγμές της ζωής του)

Μεγάλε βασιλιά, πού είναι τώρα το λευκό σου αλεξιβρόχι;
Πού είναι τάχα η μυιοσόβη σου η φιλντισένια και το φορείο σου με τις μεταξωτές κουρτίνες;
πού είναι τα μαρμαρένια σου λουτρά και οι στολισμένες σου χορεύτριες;
Τώρα στο χώμα κείτεσαι λαβωμένος θανάσιμα με ματωμένους τους μηρούς, μονάχος μες στη νύχτα.
Στα χέρια σου γυαλίζει το αίμα κι η λάσπη.
Δεν σου απομένει πια παρά μια στάλα μοναχά ζωής,
λυγμοί ταράζουν το κορμί σου κι αίμα πηχτό αδιάκοπα ξερνάς.
Πού είναι τ' άρματά σου τα στολισμένα με σμαράγδια;
Πού είναι τα χωριά σου, τα παλάτια, τα χαρέμια σου;
Πού είναι οι τριακόσιες χιλιάδες καβαλάρηδες κι οι οχτακόσιες χιλιάδες πολεμικοί ελέφαντες;
Τα όρνια σιμώνουν πεινασμένα για να σπαράξουν το κορμί σου, κοπάδια ύαινες και λύκοι πλησιάζουν.
Μάταια τινάζεις τα χέρια τα ματοβαμμένα για να τα διώξεις.
Άκου, οι γύπες τινάζουν τα φτερά τους. Απόψε οι σάρκες σου θα τους θρέψουν.
Μεγάλε βασιλιά, εσύ που τη γη ολάκερη κυβερνούσες,
εσύ που με το ρόπαλό σου το χρυσό οδηγούσες τόσους και τόσους βασιλιάδες, τώρα δεν θέλεις να πιστέψεις
πως οδεύεις στο δρόμο του θανάτου.
Να πιστέψεις δεν θέλεις πως πεθαίνεις κι εσύ...
Το αίμα σού εμποδίζει τη μιλιά, στα μάτια σου γυαλίζει η οργή, η κοφτή σου ανάσα σιγοσβήνει.

Ο χρόνος είναι πάνω απ' όλα.
Κρίμα σε σένα, κρίμα στη μάνα σου την Γκαντάρι που γριά πια θα βγει στους δρόμους της ζητιανιάς.
Κρίμα και στον τυφλό γέρο πατέρα σου, κρίμα στους φίλους σου,
στους ταπεινούς ανθρώπους που τόσα σού έδωσαν
και τώρα θα γυρνούν περιπλανώμενοι σε μια γη όπου χαρά δεν υπάρχει πια.
-----------------------

Ο Βυάσα, βλέποντας το βαθύ πόνο των γυναικών που ψάχνουν μέσα στους χιλιάδες νεκρούς για τους δικούς τους ανθρώπους, μιλά για το μυστήριο του θανάτου:

Δυο κορμοί που επιπλέουν στο νερό, συναντιούνται στον ωκεανό κι ύστερα αμέσως χωρίζουν.
Το ίδιο εσύ κι η μητέρα σου, ο αδερφός σου κι εσύ, η γυναίκα σου κι εσύ, ο γιος σου κι εσύ.
Τους ονομάζεις γυναίκα, πατέρα, φίλο σου, μα δεν είναι παρά μια τυχαία συνάντηση καθ' οδόν.
Τούτος ο κόσμος είναι μια ρόδα που γυρίζει,
ένα πέρασμα στο μεγάλο ωκεανό του χρόνου όπου κολυμπούν δύο καρχαρίες, τα γηρατειά κι ο θάνατος.
Τίποτε δεν διαρκεί, ούτε καν το κορμί σου.
Κανένας δεσμός δεν αντιστέκεται στο χρόνο.
Αυτή τη στιγμή δεν βλέπεις τους προγόνους σου κι ούτε οι πρόγονοί σου σε βλέπουν.
Δεν βλέπεις ούτε τον ουρανό, μήτε τον κάτω κόσμο.
Ποιος φτιάχνει τον άνεμο, τη φωτιά, το φεγγάρι, τον ήλιο, την ημέρα, τη νύχτα, τα ποτάμια, τ' αστέρια;
Όλα είναι βαλμένα πάνω σ' αυτή την πολυποίκιλη δημιουργία, που η αιτία της είναι ακατανόητη.
Τίποτε δεν μένει, τίποτε δεν ξαναγυρνά.
Χαρά, λύπη, όλα είναι κανονισμένα από το πεπρωμένο.
Αυτό που ποθείς, το έχεις.
Αυτό που δεν ποθείς, το έχεις.
Κανείς δεν μπορεί να καταλάβει γιατί.
Τίποτε δεν εγγυάται τη ευτυχία του ανθρώπου.
Πού είμαι; Πού πηγαίνω; Ποιος είμαι; Γιατί;
Και για ποιο πράγμα θα έπρεπε να κλαίω;
-------------------------

Ο Γιουντίστιρα εγκαταλείπει το στρατόπεδο μες στη νύχτα και κοιτάζει γύρω του την πλάση. Τότε ένα παράξενο ποίημα σχηματίζεται στη σκέψη του απρόβλεπτα χωρίς ο ίδιος να το επιδιώξει:

Ένας μεγάλος ποταμός κυλάει στο πεδίο της μάχης,
κι εισβάλλει στον κόσμο των νεκρών.
Οι σκοτωμένοι ελέφαντες νησιά φαντάζουν στα κόκκινα νερά του,
οι πανοπλίες κροκόδειλοι θαρρείς,
νερό το αίμα, τα πτώματα δεντροκορμοί,
τα σκόρπια σπλάχνα χέλια μοιάζουν.
Τα τσακισμένα κόκαλα των πολεμιστών είναι η άμμος,
ιλύς οι σάρκες, δίνες οι σημαίες, φρύνοι φαντάζουν τα κομμένα χέρια.
Ο ποταμός σκάβει μια κλίνη βαθιά όπου τα πτώματα κοιμούνται
σαν σφιχταγκαλιαμένοι εραστές.
[?] όπου οι ασπίδες μοιάζουν με χρυσά πλεούμενα.
Φύκια φαντάζουν τα μαλλιά και τα κεφάλια βράχια,
τα δαχτυλίδια φυσαλίδες, τ' ακόντια καλαμιές,
οι τροχοί των αρμάτων θυμίζουν στρόβιλους
και τα κομμένα δάχτυλα σαν ψάρια επιπλέουν.
Τα βραχιόλια μοιάζουν με βότσαλα,
τα κύμβαλα με όστρακα.
Ψαράδες, τα τσακάλια...
Τα τόξα πλέουν πάνω στο κύμα τούτο των δακρύων
κι η βουή του ποταμού σαν πονεμένος θρήνος αντηχεί.
Οι κομμένες προβοσκίδες των ελεφάντων τινάζονται σαν ερπετά.
Κι ο κόκκινος ποταμός κυλά νύχτα και μέρα
κάτω απ' τη σκυφτή σκιά των όρνεων.